Για το διήγημα του Άντον Τσέχωφ "Ο Βάνκας" οι μαθητές του Α2 επιχείρησαν να γράψουν ένα άλλο τέλος για τον μικρό ήρωα και τα βάσανα του.Ας διαβάσουμε τι έγραψαν:
Ύστερα σκέφτηκε λίγο βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και έγραψε τη διεύθυνση: Για τον παππού. Στις Μάρσες 52. Έξησε λίγο το κεφάλι του και πρόσθεσε στον φάκελο: Κωνσταντή Μακάριτς. Ευχαριστημένος και χαρούμενος ο Βάνκας, έτρεξε προς την πόρτα και πήγε έξω να βάλει το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο. Μετά από λίγο γύρισε σπίτι και πήγε να ξαπλώσει. Σκεφτόταν τον παππού του, την Όλγα και τα σκυλιά. Ύστερα από λίγες μέρες ήρθε ο ταχυδρόμος με ένα γράμμα που πάνω έγραφε με μεγάλα γράμματα Για τον Βάνκα. Ο Βάνκας κοίταξε το γράμμα και το άνοιξε. Ήταν από τον παππού! Ο παππούς έγραψε! Το γράμμα έλεγε: Βάνκα. Διάβασα το γράμμα σου. Μην φοβάσαι. Θα έρθω. Σε λίγο θα είμαστε και πάλι μαζί!Βάνκα. Κέρδισα! Πήρα ένα λαχείο και κέρδισα! Θα έρθω μικρέ μου. Θα ζούμε μαζί! Θα έχεις ότι θες. Αλλά μην το πεις σε κανέναν. Θα είναι το μυστικό μας. Ο Βάνκας έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Δεν πίστευε αυτό που μόλις είχε διαβάσει. Θα ήταν με τον παππού του. Μετά από καμιά δύο μέρες, έφτασε με μία άμαξα ο παππούς. Πήρε τον Βάνκα και από τότε ζούσαν μαζί. Χαρούμενοι και αγαπημένοι.
Γαβριέλα Δούσμανη
Ύστερα από μία ώρα κοιμόταν παντοτινά στο κρύο πάτωμα.Είδε στο "όνειρό" του τον παππού του να του δίνει το χέρι του και να πηγαίνουν στο χωριό...
Αναστασία Ζήβα
Διονύσης Καραβίτης
Και το πέταξε στο γραμματοκιβώτιο.Δυστυχώς το γράμμα δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του παππού διότι δεν είχε γράψει τις απαραίτητες πληροφορίες<<χωριό,διεύθυνση κλπ.>>.Οι εβδομάδες περνούσαν ώσπου μια μέρα η είδηση του θανάτου του παππού του έφτασε στ' αυτιά του Βάνκα.Το μικρό παιδί ήταν πολύ φτωχό και δεν μπορούσε να κάνει την κηδεία.Ο Βάνκας μέτα από την προσφορά ολονών διότι ο παππούς του ήταν πολύ αγαπητός,έκανε την κηδεία του παππού του.Μετά επέστρεψε στην πρωτέυουσα ώσπου δούλεψε σκλήρα μεχρί τα είκοσί του χρόνια και λίγο αργότερα παντρέυτηκε κι' έκανε την δική του οικογένεια.Στο τέλος άνοιξε ένα τσαγκαράδικο που το ονόμασε <<ΚΩΝΣΤΑΝΤΗ ΜΑΚΑΡΙΤΣ>>!!!!
Αναστασία Καλούδη
Ύστερα σκέφτηκε λίγο βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και έγραψε τη διεύθυνση: Για τον παππού. Στις Μάρσες 52. Έξησε λίγο το κεφάλι του και πρόσθεσε στον φάκελο: Κωνσταντή Μακάριτς. Ευχαριστημένος και χαρούμενος ο Βάνκας, έτρεξε προς την πόρτα και πήγε έξω να βάλει το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο. Μετά από λίγο γύρισε σπίτι και πήγε να ξαπλώσει. Σκεφτόταν τον παππού του, την Όλγα και τα σκυλιά. Ύστερα από λίγες μέρες ήρθε ο ταχυδρόμος με ένα γράμμα που πάνω έγραφε με μεγάλα γράμματα Για τον Βάνκα. Ο Βάνκας κοίταξε το γράμμα και το άνοιξε. Ήταν από τον παππού! Ο παππούς έγραψε! Το γράμμα έλεγε: Βάνκα. Διάβασα το γράμμα σου. Μην φοβάσαι. Θα έρθω. Σε λίγο θα είμαστε και πάλι μαζί!Βάνκα. Κέρδισα! Πήρα ένα λαχείο και κέρδισα! Θα έρθω μικρέ μου. Θα ζούμε μαζί! Θα έχεις ότι θες. Αλλά μην το πεις σε κανέναν. Θα είναι το μυστικό μας. Ο Βάνκας έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Δεν πίστευε αυτό που μόλις είχε διαβάσει. Θα ήταν με τον παππού του. Μετά από καμιά δύο μέρες, έφτασε με μία άμαξα ο παππούς. Πήρε τον Βάνκα και από τότε ζούσαν μαζί. Χαρούμενοι και αγαπημένοι.
Γαβριέλα Δούσμανη
Ύστερα από μία ώρα κοιμόταν παντοτινά στο κρύο πάτωμα.Είδε στο "όνειρό" του τον παππού του να του δίνει το χέρι του και να πηγαίνουν στο χωριό...
Αναστασία Ζήβα
...Γρήγορα γρήγορα, ο Βάνκας έτρεξε
στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμά του στην χαραμάδα.
Δυστυχώς,
περνούσαν οι μέρες, οι εβδομάδες και ο Βάνκας πότε δεν έλαβε απάντηση …Είχε πια
χάσει κάθε ελπίδα. Δεν περνούσε μέρα που να μην σκεφτόταν τον αγαπημένο του
παππού. Συνέχιζε την μίζερη ζωή του, πάντα με το κεφάλι κάτω σκυμένο… Το ξύλο
δεν πήγαινε άλλο, του φέρονταν λες και ήταν ένα κομμάτι κρέας. Ο μικρός Βάνκας
εκείνη την ημέρα, αποφάσισε ότι θα τελείωναν τα βάσανά του. Θα πήγαινε να βρεί
τον παππού του! Πίσω στο όμορφο και ήρεμο χωριουδάκι, όσο και να του στοίχιζε!
Την επόμενη μέρα τα χαράματα κιόλας ήταν
έτοιμος να ξεκινήσει -όσο κοιμόντουσαν τα αφεντικά του-. Είχε δέσει δύο βρώμικα
πανάκια στα λεπτά του πόδια, γιατί δεν είχε παπούτσια, και ήξερε ότι ο δρόμος
προς το χωριό επρόκειτο να είναι δύσκολος. Στην
διαδρομή του, ο ταλαίπωρος Βάνκας σκεφτόταν μόνο τον παππού του, την έκφραση
στο πρόσωπό του όταν θα έβλεπε τον εγγονό του μετά από τόσα χρόνια. Πέρασε μία
εβδομάδα μέχρι ο Βάνκας να φτάσει στο χωριό του παππού του. Έφτασε εξαντλημένος
και ανυπόμονος. Αμέσως άρχισε να χτυπάει από πόρτα σε πόρτα ένα-ένα τα σπίτια,
προσπαθώντας να βρει τον παππού του. Έψαξε σχεδόν σε όλα τα σπιτάκια στο χωριό,
όμως δεν βρήκε τίποτα. Είχε μείνει μόνο ένα μεγάλο σπίτι με καταπράσινους
κήπους λίγο πιο πέρα απ΄το χωριό. Χτύπησε λοιπόν και την μεγάλη ξήλινη πόρτα του σπιτιου αυτού, το οποίο αποδήχθηκε
πως ήταν το σπίτι στο οποίο εργαζόταν ο παππούς του Βάνκα ως φύλακας Ύστερα από
μερικά λεπτά του άνοιξε μια νέα κυρία, η οποία ήταν και το αφεντικό του παππού
του. <<Εμμ…καλημέρα σας! Μήπως γνωρίζετε τον κύριο Κωνσταντή Μακάριτς και
πού βρίσκεται; Είμαι ο εγγονός του και έρχομαι απ΄τη Μόσχα!>> είπε ο
μικρός Βάνκας. Η νέα κυρία, έρηξε ένα λυπημένο βλέμμα στο πάτωμα, <<Άχ,
καημένο μου παιδί..>> και τότε ήταν η στιγμή που ο Βάνκας έμαθε τον χαμό
του, ο οποίος είχε απεβιώσει πριν από τρεις ημέρες, βαριά άρρωστος… Αυτός ήταν
ο χειρότερος πόνος που είχε νοιώσει ποτέ ο Βάνκας, το πρόσωπό του ήταν κενό,
έννοιωσε ολομόναχος και αποτυχημένος. Από
τότε, αυτή η νέα δεσποινίδα, τον είχε σαν παιδί της, καθώς ήταν και αυτή μόνη
της. Του φερόταν όπως του άρμοζε και προσπαθούσε να τον κάνει να νοιώσει, ό,τι
δεν είχε νοιώσει ποτέ. Αγάπη, στοργή και φροντίδα…
Διονύσης Καραβίτης
Και το πέταξε στο γραμματοκιβώτιο.Δυστυχώς το γράμμα δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του παππού διότι δεν είχε γράψει τις απαραίτητες πληροφορίες<<χωριό,διεύθυνση κλπ.>>.Οι εβδομάδες περνούσαν ώσπου μια μέρα η είδηση του θανάτου του παππού του έφτασε στ' αυτιά του Βάνκα.Το μικρό παιδί ήταν πολύ φτωχό και δεν μπορούσε να κάνει την κηδεία.Ο Βάνκας μέτα από την προσφορά ολονών διότι ο παππούς του ήταν πολύ αγαπητός,έκανε την κηδεία του παππού του.Μετά επέστρεψε στην πρωτέυουσα ώσπου δούλεψε σκλήρα μεχρί τα είκοσί του χρόνια και λίγο αργότερα παντρέυτηκε κι' έκανε την δική του οικογένεια.Στο τέλος άνοιξε ένα τσαγκαράδικο που το ονόμασε <<ΚΩΝΣΤΑΝΤΗ ΜΑΚΑΡΙΤΣ>>!!!!
Αναστασία Καλούδη
Αφού ο Βάνκας έριξε το γράμμα μέσα στο
γραμματοκιβώτιο , γύρισε πίσω στο τσαγκαράδικο. Περίμενε μέρες και μέρες.
Κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί ή το βραδύ που όλοι
κοιμόντουσαν, κρατούσε με τα χέρια του σφιχτά το
σταυρό που του είχε δώσει η μητέρα του
και ευχόταν
να έρθει σύντομα ο
παππούς του να τον πάρει. Μια μέρα ξύπνησε
πρωί πρωί
και ξεκίνησε για το ταχυδρομείο. Μπήκε μέσα και απευθείας ρώτησε τον υπεύθυνο
για τα γράμματα, αν το γράμμα του είχε φτάσει? Εκείνος του αποκρίθηκε,
πως τα γράμματα
παίρνει καιρό
να φτάσουν.
Χωρίς άλλη
απορία έφυγε και γύρισε πίσω στο σπίτι. Ο Βάνκας περίμενε μέρες,
βδομάδες, μήνες, ίσως και χρόνια έχοντας την ελπίδα
ότι κάποια στιγμή
θα φτάσει το γράμμα και θα έρθει να τον
πάρει ο παππούς του! Ώσπου μια μέρα,
ύστερα από δυο τρία χρόνια που περπατούσε
στο δρόμο για να πάρει κάτι για το αφεντικό του. Ξαφνικά να
εμφανίζετε μπροστά του ένας κύριος ολόισιος με τον παππού του.
Έχοντας άγχος μήπως είναι αυτός, πήρε θάρρος και τον ρώτησε :<<Είστε…. ο
Κωνσταντή Μακάριτς?>> . Τον κοίταξε περίεργα και του ανταπάντησε <<
Ναι, ποιος θέλει να μάθει?>>….. <<Εγώ, ο Βάνκας!>>.
Ακούγοντας το
όνομα αυτό ο άγνωστος κύριος πηρέ τον Βάνκα αγκαλιά και τον έσφιξε γλυκά! Ο
πάππους αποφάσισε να πάρει τον Βάνκα μαζί του στο σπίτι όπου δούλευε. Ο Βάνκας
υποσχέθηκε να βοηθάει τον παππού
με τις δουλειές του. Η οικογένεια όπου
δούλευαν τους αγαπούσαν πολύ και κάθε Κυριακή μεσημέρι τους καλούσαν να φανέ
όλοι μαζί σαν οικογένεια! Από τότε ο Βάνκας έζησε μια καλύτερη ζωή και φυσικά μαζί
με
τον πάππου του!!!
Ειρήνη Δημητριάδου
Γρήγορα γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το
πολύπτιο μήνυμα του στη χαραμάδα. Χωρίς να γνωρίζει ότι το γράμμα του
δεν θα έφτανε ποτέ στον προορισμό του. Οι μέρες πέρναγαν και ο Βάνκας
άρχισε σιγά σιγά να ανησυχεί. Σκέφτηκε μάλιστα ότι ο παππούπνος του τον
είχε ξεχάσει. Για καλή του τύχη όμως το γράμμα του Βάνκα βρέθηκε στα
χέρια ενός νέου υπαλλήλου του ταχυδρομείου που καταγόταν από το ίδιο
χωριό του παππού του. Αν και με καθυστέρηση το γράμμα τελικά παραδόθηκε
στον παππού ο οποίος με μεγάλη αγωνία έτρεξε στην πόλη να συναντήσει τον
εγγονό του. Ο Βάνκας μόλις τον είδε μπροστά του άρχισε να κλαίει
ευχαριστώντας το Θεό που τον βοήθησε.
Καλλιόπη Δρόσου
Όλος ελπίδα για
τον ερχομό του παππού του πήγε για ύπνο ο Βάνκας.Αλλά ήταν μικρός και δεν ήξερε
να γράφει γράμμα,με αποτέλεσμα να μην φτάσει ποτέ το γράμμα στον παππού
του,αφού δεν έγραψε διέυθυνση.Περνούσαν οι μέρες και οι ελπίδες του μικρού
Βάνκα όλο και ξεθώριαζαν.Το ξύλο,η βία και η εκμετάλλευση συνέχιζαν.Είχε
αρχίσει να απελπίζεται,τόσο πολύ που το τσαγκαράδικο το θεωρούσε μέλλοντα τάφο
του.Ήρθε παραμονή Χριστουγέννων και ρώτησε το αφεντικό του αν μπορούσε να βγει
να δει τις στολισμένες πλατείες,πράγμα που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του.Με
χίλια ζόρια ο Βάνκας βγήκε να δει την μαγευτική πόλη.Βλέπει παιδιά με τους
γονείς τους και ζηλεύει,θυμάται τις καλές στιγμές που είχε περάσει με τους
δικούς του.Εκεί που χαζεύει όμως βλέπει ένα πρόσωπο οικείο.Ήταν ο παππούς του!!!
Του μίλησε για όλες τις περιπέτειες και τα βάσανα του που είχε περάσει στο
τσαγκαράδικο. Ο παππούς τον κατάλαβε και έφυγαν μαζί για το χωριό,αφήνοντας πίσω τις κακές αναμνήσεις...
Σωτήρης Καβαδάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου