Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2016

Ο Βάνκας

Ένα άλλο τέλος για το διήγημα του Άντον Τσέχωφ  "ο Βάνκας"



Γρήγορα γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμά του στη χαραμάδα. Την άλλη μέρα ο ταχυδρόμος είδε ότι το γράμμα δεν είχε διεύθυνση, άνοιξε το γράμμα και αφού κατάλαβε ότι ήταν του μικρού Βάνκα του το έδωσε πίσω για να βάλει τη διεύθυνση του παππού του. Μάλιστα του υποσχέθηκε ότι θα πάει ο ίδιος το γράμμα στον παππού του και θα τον βοηθήσει να γυρίσει πίσω. Ο Βάνκας τον ευχαρίστησε για τη βοήθειά του.
Σε λίγες μέρες εμφανίστηκε ο παππούς του και τον πήρε μαζί του στο αρχοντικό που δούλευε…
Μιχαέλα Τριβιζά



Το μήνυμα στον παππού του Βάνκα δεν έφτασε ποτέλόγω έλλειψης στοιχείων.Τα χρόνια πέρασαν.Ο Βάνκας δούλευε μέχρι τα  δεκαεπτά του πολύ σκληρά.Και ο Βάνκας αναρωτιέται τόσα χρόνια γιατί ο παππούς δενήρθε να τον πάρει;Είχε θυμώσει μαζί του;Ο Βάνκας δεν έμαθε ποτέ το γιατί…
Θωμάς  Σανάι










Αφού ο Βάνκας έγραψε το γράμμα, το βάζει στον φάκελο και φεύγει χαρούμενα να πάει στο μέρος όπου στέλνουν τα γράμματα. Εκείνη τη στιγμή από αυτό το μέρος  περνούσε τυχαία το αφεντικό του και βλέπει τον  Βάνκα να βάζει το γράμμα στο κουτί. Εκείνος κρυμμένος περιμένει να φύγει ο Βάνκας και ύστερα πλησιάζει το γραμματοκιβώτιο και μετά από ψάξιμο ,το πήρε και άρχισε να το διαβάζει. Εξοργισμένος από αυτά που διάβασε, το σκίζει και μουρμουράει από μέσα του: «θα δει αύριο τι τον περιμένει»
Ο Βάνκας έφτασε σπίτι και έπειτα έπεσε να κοιμηθεί με σφιγμένες τις γροθίτσες και νανουρισμένος από τις γλυκιές του ελπίδες. Το επόμενο πρωί ,αφού ξυπνάει, βλέπει το αφεντικό του καθισμένο και νευριασμένο. Ο Βάνκας άρχισε τη δουλειά όπως έκανε συνήθως. Τότε το αφεντικό του λέει να σταματήσει και να κατευθυνθούν προς την αποθήκη. Το αφεντικό κλείδωσε την πόρτα και τον ρώτησε:
-Βάνκα παιδί μου περνάς ωραία εδώ;
-Ναι κύριε, μια χαρά…
-Νομίζω πώς μου λες ψέματα!
-Όχι κύριε, γιατί το λέτε αυτό;
-Μου λες ψέματα!
-Αλήθεια λέω κύριε…
-Αααα ναι; Για αυτό έστειλες γράμμα ότι θες να φύγεις από δω;
-Όχι κύριε (με σκυμμένο το κεφάλι)
-Μη μου λες ψέματα! Φώναξε εξοργισμένος  και άρχισε να τον χτυπάει  με μίσος πολύ άσχημα.
Τα χτυπήματα ήταν τόσο δυνατά που το εννιάχρονο παιδί δεν άντεξε… Σε κλάσματα δευτερολέπτου ο Βάνκας βρέθηκε στο πάτω μα νεκρός. Το αφεντικό το βάζει στα πόδια. Η γυναίκα του τον βλέπει να φεύγει , τρέχει στην αποθήκη και σοκαρισμένη φωνάζει την αστυνομία.
Την επόμενη μέρα  έγινε η κηδεία του Βάνκα. Κανείς δεν ήρθε …μονάχα ο παππούς. Σκεφτικός, γεμάτος τύψεις ,δακρυσμένος ,πέταξε ένα λουλούδι στον τάφο κι έφυγε. Το γράμμα δεν έφτασε τελικά… Μονάχα ο Βάνκας έκανε το οριστικό του ταξίδι…
Ζωή Τζαβάρα








Ο παππούς του Βάνκα πήρε το γράμμα του ορφανού εγγονού του. Το διάβασε και συγκινήθηκε. Πήρε το γράμμα και το έδειξε στο αφεντικό του ζητώντας να τον αφήσει να φέρει πίσω τον εγγονό του.
Έτσι, την άλλη μέρα πήγε στη Μόσχα και τον πήρε πίσω. Από τότε ο Βάνκας έχει σπίτι, φαγητό και ρούχα. Ζει μια ευτυχισμένη ζωή που κάθε εννιάχρονο παιδί χρειάζεται…
Παρασκευή-Μαρία Πυλιώτη

Ο Βάνκας δεν ήξερε πού να ρίξει το φάκελο και ρώτησε έναν περαστικό κύριο. Ο κύριος  είδε ότι  έλειπαν κάποια στοιχεία. Ο Βάνκας του είπε την ιστορία του και ,επειδή αυτός ο κύριος με τη γυναίκα του δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά, υιοθέτησαν το μικρό αγόρι. Ο Βάνκας από τότε περνάει μια όμορφη και ξέγνοιαστη ζωή.
 Άννα Τρουμούση




Γρήγορα γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμά του στη χαραμάδα. Ο Βάνκας όμως δεν ήξερε να στέλνει γράμμα γιατί δεν ήταν μορφωμένος, δεν πήγε καν σχολείο.
Πέρασαν μέρες, μήνες, χρόνια και ο  Βάνκας ακόμα βασανιζόταν και δούλευε με την ελπίδα πως ο παππούς του θα έρθει να τον πάρει. Από την άλλη όμως ένιωθε και προδοσία ,αφού δεν είχε δει κανένα σημάδι από τον παππού του…
Μια μέρα που το αφεντικό του τού είπε να πάει να πλύνει τα πιάτα, κατά λάθος του γλίστρησε ένα, έπεσε κάτω και έσπασε. Τότε το αφεντικό του  φωνάζοντας  νευριασμένο, έπιασε ένα  πιάτο και το έσπασε με όλη του τη δύναμη στο κεφάλι του  Βάνκα. Ο Βάνκας έπεσε κάτω  αιμορραγώντας. Τρομαγμένο το αφεντικό στέλνει κάποιον να φέρει βοήθεια, αλλά ήταν πλέον πολύ αργά. Ο Βάνκας πέθανε με την ιδέα ότι ο παππούς του τον πρόδωσε και το αφεντικό του το είχε τύψεις για όλη του τη ζωή.
Διονυσία Σταυρή

                                                    

Ο Βάνκας διπλώνει το γράμμα. Πριν βγει έξω για να ρίξει το γράμμα  στο γραμματοκιβώτιο  κοίταξε δεξιά και αριστερά με αγωνία μήπως δει το αφεντικό του, αφού δεν είδε κανέναν έφυγε βιαστικά. Καθώς ,ξαφνικά αντίκρισε μπροστά του τον καλύτερο φίλο του παππού, τον Κυρ Αντώνη. Δεν πίστευε στα μάτια του με αυτό που έβλεπε. Άρχισε να του φωνάζει και να τρέχει κατά πάνω του <<Κυρ Αντώνη! Εγώ είμαι !­Ο Βάνκας>> Ο Κυρ Αντώνης απάντησε τρομαγμένος <<Βάνκα, δεν σε γνώρισα όπως έχεις γίνει. Εγώ ήρθα στην πρωτεύουσα για τα τελευταία  Χριστουγεννιάτικα δώρα>>. Χωρίς δισταγμό ο Βάνκας  άρχισε να του λέει όλα τα βάσανά του, και τέλος τον παρακάλεσε γονατιστός να τον επιστρέψει στον παππού του. Έτσι κι έγινε. Έφυγαν γρήγορα προς το χωρίο του παππού. Έφτασαν ξημερώματα  στο σπίτι της Κυρίας Όλγας Ιγνατίεβνας και κατεβαίνει ο Βάνκας από την πανέμορφη άμαξα και συνάντησε τον παππού του, αν και δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμη που βρισκότανε . Μόλις τον είδε ο παππούς τον πολυαγαπημένο του εγγονό αγκαλιάστηκαν χωρίς να πουν λέξη γιατί έγινε το θαύμα των Χριστουγέννων που περίμεναν και οι δυο . Από τότε και μετά δεν ξανααποχωρίστηκαν ο ένας τον άλλον για την υπόλοιπη ζωή τους.
Κωνσταντίνος Τσώλας 


  Ένα διαφορετικό τέλος για την ιστορία του Βάνκα.
  Από τις πολλές σκέψεις, ο Βάνκας αποκοιμήθηκε. Όπως καταλαβαίνετε, το γράμμα δεν θα έφτανε ποτέ. Όμως κάποιος φρόντισε, ίσως η μαγεία της φύσης, το σύμπαν ή ακόμα και μια υπερφυσική δύναμη,  με κάποιον μαγικό τρόπο να γυρίσει ο χρόνος πίσω. Έτσι περνούσαν οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα αλλά αντίστροφα. Φτάνουμε, λοιπόν, στη στιγμή όπου ο Βάνκας θα έφευγε από το σπίτι από το χωριό και θα πήγαινε για πρώτη φορά στο νέο του «σχολείο». Όταν ανέβηκα στην άμαξα, γυρνάει στον παππού του και με δάκρυα στα μάτια, τον παρακαλούσε να μείνει μαζί του. Ο πονεμένος παππούς, δεν άντεχε να βλέπει αυτό το βλέμμα κι όσο η άμαξα απομακρυνόταν τόσο πιο πολύ γέμιζε τύψεις. Άρχισε να τρέχει –τουλάχιστον όσο πιο γρήγορα μπορεί να τρέξει ένας εξηνταπεντάχρονος παππούς-ώσπου έφτασε την άμαξα και πήρε το παιδί στην αγκαλιά του. Γύρισαν μαζί χέρι-χέρι στο σπίτι. Όμως οι κάτοικοι του σπιτιού είχαν αντιρρήσεις για την αναμονή του παιδιού. Είπαν πως αν δεν φύγει από το σπίτι, θα αναγκαστούν να απολύσουν και τον παππού. Τότε ο παππούς τους ανακοίνωσε ότι παραιτείται από αυτήν την άθλια δουλειά και πως θα ζήσει με τον Βάνκα στο εξοχικό του.                 Ξαφνικά ακούγεται ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα κι ένα κλειδί να μπαίνει στην κλειδαρότρυπα. Αργότερα, ο Βάνκας νιώθει ένα χέρι να τον χτυπάει δυνατά στην πλάτη. Είχε αποκοιμηθεί κι όλα αυτά ήταν ένα όνειρο. Το πρόβλημα ήταν ότι ο Βάνκας είχε αποκοιμηθεί πάνω στην καρέκλα του γραφείου του αφεντικού, πράγμα που ήταν αυστηρώς απαγορευμένο.
-          Θα σε κάνω μαύρο στο ξύλο! είπε μια απειλητική φωνή, του αφεντικού του.
-          Δεν θα προλάβει, γιατί θα τον πάρω μαζί μου! ακούστηκε μια φωνή, σαν αγγέλου… η φωνή του παππού του.
-          Παππού! φώναξε το παιδί με δάκρυα χαράς. Δεν φανταζόμουν ότι θα έφτανε τόσο γρήγορα το γράμμα!
-          Μα ποιο γράμμα; Δεν έλαβα κανένα γράμμα!
Όντως, το γράμμα δεν έφτασε ποτέ. Όμως ένα άλλο μήνυμα είχε φθάσει στον παππού. Ίσως ένα μήνυμα μέσα από την καρδιά του παιδιού, ένα όραμα ή ένα όνειρο. Πάντως κάτι μαγικό…

                                                                                                                  Σέβη Δελή