Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας

 Ένας αυταρχικός πατέρας,η ερωτευμένη Αρετούσα  και ο αγαπημένος της Ερωτόκριτος
μέσα από τα μάτια των μαθητών μου.



      Αγαπητέ πατέρα,
   Γνωρίζω πολύ καλά πως ό,τι πρόκειται να διαβάσεις είναι αντίθετο στις απόψεις σου και πολύ πιθανόν να τιμωρηθώ έπειτα από αυτό, αξίζει όμως τον κόπο να το διακινδυνεύσω και να σου εκφράσω τη γνώμη μου μέσα από τούτο δω το γράμμα.
     Το άτομο αυτό το οποίο εσύ όχι μόνο απέρριψες αλλά αποφάσισες και να εξορίσεις εγώ το αγαπώ. Είναι το άτομο που με κάνει να γελάω, το άτομο που με κάνει χαρούμενη και είναι το μόνο άτομο που θα ήθελα εγώ να παντρευτώ. Δεν με νοιάζει που δεν είναι αριστοκρατικής οικογένειας, δεν με απασχολεί καθόλου. Εμένα αυτό που με ενδιαφέρει είναι πως είναι ένας υπέροχος και ευγενικός άνθρωπος και εσύ πατέρα, εσύ δεν μπορείς με τίποτα να μου αλλάξεις τη γνώμη. 
        Εάν ο Ερωτόκριτος δεν είναι ο άντρας που θα παντρευτώ, τότε ας μην είναι κανείς.

                                                                                                                                   Με όλο το σεβασμό
                                                                                                                                 η κόρη σου Αρετούσα
            
                                                                                                      (κατά κόσμον Γιασεμή Κιοσέογλου)




                                        Διάλογος Βασιλιά-Αρετούσας (όπως τον φαντάστηκε ο Γιάννης Κίννας)
            (Η Αρετούσα έχει μάθει για την εξορία του Ερωτόκριτου και τώρα είναι τώρα στο παλάτι)
Βασιλιάς: Kαλησπέρα κόρη μου! Που ήσουν τόση ώρα; Είχα ανησυχήσει.
Αρετούσα: Πατέρα, τι τόλμησες και έκανες στον Ερωτόκριτο; Για ποιο λόγο το έκανες αυτό; Αφού γνωρίζεις ότι εγώ αγαπάω τον Ερωτόκριτο;
Βασιλιάς:  Σκασμός! Να γνωρίζεις πως ό,τι έκανα ήταν για το δικό σου καλό, κανενός άλλου. Δεν μπορείς να παντρευτείς έναν απλό στρατιώτη εφόσον θα είσαι μια μελλοντική βασίλισσα.
Αρετούσα: Σου το ξαναλέω πατέρα, εγώ αγαπάω τον Ερωτόκριτο. Ακόμα και τώρα μακριά σε μια ξένη χώρα το πάθος μου για αυτόν θα είναι το ίδιο.
Βασιλιάς: Μη μου αντιμιλάς! Να γνωρίζεις πως μόνο και μόνο  η ηλικία μου έσωσε αυτόν τον στρατιώτη, τίποτα άλλο!
Αρετούσα: Τελικά, από ότι φαίνεται δεν είσαι ένας πραγματικός πατέρας. Ένας πραγματικός πατέρας....
Βασιλιάς: Τι είναι όλα αυτά που λες; Έχεις τρελαθεί εντελώς; Να ξέρεις πως  έχει  κανονιστεί ένας γάμος με έναν πλούσιο άρχοντα! Ένας ΑΞΙΟΠΡΕΠΗΣ γάμος!
Αρετούσα: Προτιμώ να πεθάνω για τον Ερωτόκριτο παρά να τον παντρευτώ.
Βασιλιάς: Πήγαινε γρήγορα στο δωμάτιο σου και ηρέμησε! Τώρα!
                                      (Η Αρετούσα πηγαίνει θλιμμένη στο δωμάτιο της)
                                                                           ΤΕΛΟΣ     



Ακολουθεί ένας φανταστικός διάλογος των δύο ηρώων του Κορνάρου από τον Μάνο Κιαπόκα



Ερωτόκριτος: Αρετούσα μου, γλυκό μου τριαντάφυλλο, αυτή η φορά που σε βλέπω ίσως είναι και η τελευταία! Ο πατέρας σου μόλις άκουσε για τον γάμο που σκοπεύουμε να κάνουμε αποφάσισε να με εξορίσει! Μου έδωσε μόνο τέσσερις μέρες για να ετοιμαστώ. Εγώ όμως δεν μπορώ να φύγω μακριά και από τον τόπο μου και από εσένα. Όμως μπορείς να πάς αντίθετα στην απόφαση του βασιλιά; Απο ότι καταλαβαίνεις θα φύγω, αλλά πρώτα θέλω να μου υποσχεθείς κάτι: θέλω να με σκέφτεσαι και να μην με ξεχάσεις ποτέ, να μου χαρίσεις την καρδιά σου, όπως και εγώ την χάρισα ήδη σε εσένα. Επίσης όταν κάθεσαι στην κάμαρή σου θέλω όταν ακούς τα τραγούδια, διαβάζεις τα γράμματα και βλέπεις τις ζωγραφιές και τα λουλούδια που σου έδωσα, να θυμάσαι εμένα και τις όμορφες στιγμές που είχαμε μαζί. Βέβαια μην νομίζεις ότι και εγώ δεν θα σου υποσχεθώ κάτι. Σου υπόσχομαι να είσαι ο πρώτος και ο τελευταίος έρωτας της ζωής μου. Όταν θα βλέπω όμορφα λουλούδια θα σκέφτομαι εσένα, αφού εσύ είσαι το ομορφότερο και το αγαπημένο μου τριαντάφυλλο. Τέλος θέλω να θυμάσαι και αυτή την φράση: " Μπορεί να μας χωρίζουν τα τείχη, αλλά θα μας ενώνουν οι καρδιές μας ".

Αρετούσα: Ερωτόκριτε, μοναδικέ μου έρωτα, από τα πρώτα λόγια σου πικράθηκα, και βέβαια είναι η πρώτη φορά, αφού εσύ σε μένα μιλάς τόσο γλυκά. Ούτε και εγώ εννοείται μπορώ να σε αποχωριστώ, αλλά όπως είπες δεν πάει κανένας εναντίον στην απόφαση του βασιλιά αλλά και του πατέρα. Φυσικά θα κρατήσω την υπόσχεσή μου: ποτέ δεν θα σε ξεχάσω. Θα είσαι ο πρώτος αγνός μου έρωτας, αυτός που του χάρισα την καρδιά μου. Όπως και εγώ είμαι ο δικός σου. Και θα σε σκέφτομαι όταν θα βλέπω όλα αυτά τα δώρα που μου έχεις χαρίσει. Αφού λοιπόν φεύγεις από την Αθήνα, σου δίνω και εγώ αυτό το γράμμα που απαντάει στις κυριότερες ερωτήσεις που μου είχες κάνει, όταν είχαμε πρωτοερωτευτεί και μου έστελνες γράμματα. Θέλω όταν το διαβάζεις και το βλέπεις να σκέφτεσαι εμένα και τον έρωτά μας, που είναι μοναδικός.  



       Αγαπητέ Ερωτόκριτε

     Πέρασαν ήδη δυο χρόνια που μ' άφησες και έφυγες σε μακρινά και ξένα μέρη...αλλά εγώ σε περίμενα, σε περιμένω και θα σε περιμένω πάντα...ο σκληρός και άγριος πατέρας μου από μέρα σε μέρα σκληρήνει τόσο που με κλείδωσε σε ένα κατάσκοτεινο δώματιο. Μόνο η υπείρετρια του παλατιού έρχεται και μου δίνει λίγο φαεί ίσα ίσα για να ζήσω,αλλά χωρίς εσένα εγώ πεθαίνω κάθε μέρα...ο πατέρας μου δεν αφήνει να μοιραστούμε την αγάπη μας,διοτι λέει πως δεν μου αξίζεις.Όμως εγώ ξέρω πως ύπαρχεις μόνο εσύ,και κανένας άλλος! Όσο και αν δεν είσαι ο πρίγκιπας του πατέρα μου είσαι όμως ο δίκος μου πρίγκιπας.Πρίν σε γνωρίσω και τώρα ο πρίγκιπας της καρδιάς μου...Μόνο ένα πράγμα σου λέω και μην το ξεχάσεις ποτέ! Έαν όνειρευεσαι πως μια μέρα θα είμαστε ξανά μαζί τότε το όνειρο σου πραγματοποίησε το και έλα με το άσπρο άλογο σου να με 
 πάρεις...
                                                                                                          Ελίφ Κοτζαγιουσούφ



Δύσκολοι έρωτες


Μπορεί να γνωρίζουμε όλοι την τραγική ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας,τον έρωτα του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας,αλλά υπάρχουν και ιστορίες αγάπης απλών καθημερινών ανθρώπων που άντεξαν στον χρόνο παρά τις δυσκολίες.Ας διαβάσουμε δύο τέτοιες ιστορίες που έχουν τη δύναμη της προσωπικής μαρτυρίας.







    Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 1952.Ήταν ημέρα Τρίτη, ο Γιώργος είχε έρθει να με ζητήσει πάλι, μα δεν έχω καταλάβει αφού τον ήθελα και δε με ένοιαζε αν ήταν Κομμουνιστής και για να λέμε και του στραβού το δίκαιο και τον μπαμπά μου δε τον πολυπείραζε αυτό, γιατί ήξερε πως ο Γιώργος ήταν καλό παιδί, έξυπνος, εργατικός, μορφωμένος, και είχε και μεγάλη περιουσία. Τον αδερφό μου από την άλλη τον πείραζε πάρα πολύ, όλο έλεγε και ξανάλεγε: «δε θέλω η αδερφή μου να πάρει έναν αριστερό - απατεώνα για γαμπρό θα μας χαλάσει το σόι… δε βλέπεις; δε καταλαβαίνεις;»
    Εγώ πάλι είχα απογοητευτεί. Πίστευα πως ο Γιώργος μετά από όλα αυτά δε θα ξανάρθει, γιατί τις προηγούμενες φορές του είχα πει: «δε πειράζει Γιώργο μου, αφού δε με θέλουν ούτε οι δικοί σου ούτε οι δικοί μου, τι θα κάνουμε»; Τότε ο Γιώργος είπε: «Άμα δε μας θέλουν μία, δεν τους θέλουμε δέκα! Θα σε κλέψω...» Ο Γιώργος  τα είπε όλα αυτά στη μάνα του και η μάνα του δέχτηκε, δεν είχε και άλλη επιλογή...Την επόμενη κιόλας μέρα ο Γιώργος ήρθε με τη μάνα του και με ζήτησαν. Ο αδερφός μου έλειπε από το σπίτι και άνοιξε ο πατέρας μου. Τότε η μάνα του Γιώργου είπε στον πατέρα μου ότι τα παιδιά αγαπιούνται και δε μπορούν να κάνουν κάτι. Ο πατέρας μου συμφώνησε και διευκρίνισε ότι για προίκα έχω μόνο ένα χωράφι κάτω "στις φσουμάλες». Εκείνη τη στιγμή ο Γιώργος πετάχτηκε και είπε πως δεν τον νοιάζει αν έχω προίκα ή όχι, και έτσι ορίσαμε την ημερομηνία γάμου, ντάξει καιρός ήταν, αφού ο Γιώργος με κυνηγούσε έναν ολόκληρο χρόνο… Αλλά τα πράγματα δεν ήταν καθόλου εύκολα και ειδικά για την περίπτωση μας, αφού ο Γιώργος κ η οικογένεια του ήταν αριστεροί και οι δικοί μου δεξιοί. Υπήρχε μεγάλη έχθρα ανάμεσα τους εκείνα τα χρόνια, και για να μη σας τα πολυλογώ μετά από ένα μήνα παντρευτήκαμε και κάναμε και τρία παιδιά, και καθώς κείνα τα χρόνια ήταν δύσκολα, προσπαθούσαμε να επιβιώσουμε. Ένα παιδί μας, ένα κορίτσι, πέθανε στη γέννα, μετά εγώ και ο Γιώργος κάναμε αλλά τρία αγόρια. Όταν ήμασταν νιόπαντροι τον Γιώργο τον πήραν και τον φυλάκισαν για τρία ολόκληρα χρόνια  σε ένα νησί επειδή ήταν αριστερός και εγώ είχα μείνει μόνη με τρία παιδιά στην αγκαλιά. Τα τρία αυτά χρόνια μόνη μου ήταν πολύ δύσκολα. Έκανα τεράστια υπομονή, και όταν τον αποφυλάκισαν ζήσαμε πάρα πολύ ωραία και ευτυχισμένα και τα παιδιά μας μάς χάρισαν πέντε εγγόνια.
                                                                        Η Άννα Σιούλα κατέγραψε την ιστορία της γιαγιάς της                                            (και μάλιστα τηλεφωνικά,αφού η γιαγιά  της ζει στα Γιάννενα)




                  Η γνωριμία της  γιαγιάς και  του παππού μου


-Πόσο   χρονών   ήσασταν    όταν    γνωριστήκατε ;
Όταν γνωριστήκαμε   ήμασταν   και    οι   δύο   δεκαεπτά  χρονών .

      -Πως γνωριστήκατε;

   Στην αρχή γνωριστήκαμε σε   μια   καφετέρια  που  ο  παππούς σου  δούλευε σαν   σερβιτόρος  και     μετά  ξανασυναντηθήκαμε   στο εργοστάσιο που  δουλεύαμε και   οι  δύο .

-Γιατί  αποφασίσατε να παντρευτείτε κρυφά  από  τους  γονείς  σας ;
Αποφασίσαμε  να  παντρευτούμε   κρυφά  από τους  γονείς  μας επειδή αγαπιόμασταν  και  πιστεύαμε   ότι  θα   τα  καταφέρουμε.

-Ποια  ήταν   η αντίδραση  των  γονιών  σας, όταν  τους  είπατε  ότι  παντρευτήκατε ;

Η αντίδραση των  γονιών  μας   ήταν   να  μην   μας   μιλήσουν  επειδή ήμασταν  πολύ  μικροί  για  γάμο  και  οικογένεια .

-Πώς  ήταν ο πρώτος καιρός  που δεν σας  μιλούσαν  οι  γονείς  σας ;
Ο  πρώτος  καιρός  ήταν πολύ  δύσκολος  γιατί  δεν  είχαμε   κάποιον  να μας βοηθήσει   και  έπρεπε  να  τα  βγάλουμε  πέρα  μόνοι  μας .

-Τι   έκανε  τους  γονείς  σας  να  σας ξαναμιλήσουν  ;

Μετά   από   δύο  περίπου  εβδομάδες   μας  μίλησαν  τα  πεθερικά  μου   και μας  κάλεσαν  στο  σπίτι  τους  για  φαγητό . Νομίζω  ότι μας μίλησαν  τόσο  γρήγορα  αφού  κατάλαβαν ότι θα  αποκτήσουν  το  πρώτο  τους  εγγόνι .

-Έχετε μετανιώσει για αυτήν  σας  την  απόφαση ;

Όχι  δεν  έχω  μετανιώσει επειδή  αν   και  μικροί   προσπαθήσαμε   και       καταφέραμε  παρά  όλες  τις  δυσκολίες  να  έχουμε  έναν  ευτυχισμένο γάμο  με  δύο  παιδιά  και   τέσσερα  εγγόνια .
                                    Η Μιχαέλα Τριβυζά στον ρόλο δημοσιογράφου ρωτά τη δική της γιαγιά