Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2022

Δημιουργικές εργασίες για το διήγημα του Άντον Τσέχωφ "Ο Βάνκας¨

 

Ο Βάνκας (Άντον Τσέχωφ)

Συνέχεια  του αποσπάσματος του βιβλίου της Λογοτεχνίας της Α΄ Γυμνασίου από τον Δημοσθένη Ι. Σαλιάρη

Καμία όμως απάντηση δεν ήρθε από τον παππού του όλη την επόμενη μέρα (των Χριστουγέννων) και το Βάνκα τον καταλάμβανε απελπισία. Το βράδυ, στο τέλος της δουλειάς στο τσαγκαράδικο -και αφού είχε υποστεί ολημερίς την ξεδιάντροπη κακοποίηση του τσαγκάρη- ο Βάνκας πήρε ξανά την σκουριασμένη πένα και το παμπάλαιο μπρούτζινο μελανοδοχείο με το μελάνι του καλαμαριού και ξεκίνησε κρυφά να γράφει:

Παππού, γιατί δεν μου απαντάς στα γράμματα μου, πεθαίνω, παππού ο τσαγκάρης θα με σκοτώσει. Απάντησε μου Κωνσταντή Μακάριτς, θέλω και χρειάζομαι την φροντίδα σου, την αγάπη σου, την παρέα σου! Εδώ που είμαι νιώθω μοναξιά. Όλοι με κακοποιούν, δεν νοιάζονται για εμένα…Σε παρακαλώ γράψε μου μια απάντηση να χαρώ. Θα κάνω ότι θες, ότι θέλουν οι υπηρέτριες, εδώ πεινάω, νυστάζω, δεν αντέχω άλλο πάρε με από εδώ, σε παρακαλώ. Παππού είμαι σε απόγνωση, έλα, ο εγγονός σου Ιβάν Ζούκοφ.

Αφού δίπλωσε το γράμμα προσεκτικά, το έβαλε στο φάκελο που είχε αγοράσει με το τελευταίο του καπίκι. Ο Βάνκας έγραψε με μεγάλα γράμματα την ίδια διεύθυνση (που έγραφε πάντα) και το έκρυψε μέσα στο πανωφόρι του για να το ταχυδρομήσει την επομένη πρωί-πρωί. Δεν είχε δύναμη και κουράγιο να πάει μέχρι το κουτί στο βραδινό κρύο και θα το έκανε αύριο πρωί-πρωί.

Την επόμενη μέρα στο τσαγκαράδικο, ένας πελάτης παραπονιόταν, διότι δεν έβρισκε τα παπούτσια που ήθελε. Ο Αλιάχιν νόμιζε πως τα έκλεψε ο Βάνκας κι άρχισε να τον χτυπάει τόσο δυνατά που από τον φόβο του το μικρό παιδί έφυγε από το τσαγκαράδικο όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Έτρεχε σε τυχαία κατεύθυνση μέχρι που βρέθηκε στη βιομηχανική ζώνη της Μόσχας, δίπλα σε ένα εργοστάσιο ταμπάκου. Ο Βάνκας φοβόταν, κρύωνε και δεν είχε πάρει πανωφόρι μες τον πανικό του. Ήταν ένα βαρύ ρωσικό χειμερινό πρωινό. Εξαιτίας του χιονιού και του αέρα δεν έβλεπε σχεδόν τίποτα κι ενώ προσπαθούσε να κρυφτεί από το κρύο, λιποθύμησε.

Εν τω μεταξύ, στο αρχοντικό που ζούσε ο παππούς, τελείωσε το ταμπάκο και το αφεντικό έστειλε τον Κωσταντή Μάκαριτς στο εργοστάσιο καπνού της Μόσχας για να παραλάβει προμήθειες, από εκεί που γνώριζε ότι ο καπνός είναι καλός. Ο παππούς πρόθυμος ξεκίνησε από το αρχοντικό και κίνησε για τη Μόσχα. Μετά από έξι ώρες κατά τις έντεκα η ώρα το πρωί έφτασε στο εργοστάσιο ταμπάκου και είδε μία σκιά πάνω στο λευκό χιόνι έξω από την πλαϊνή έξοδο. Ο παππούς έτρεξε να δει τι είναι. Ήταν ένα παιδί και πριν συνειδητοποιήσει ότι ήταν ο εγγονός του, τον πήρε στην αγκαλιά του και του έβαλε το μάλλινο παλτό του. Χτύπησε την πλαϊνή πόρτα του εργοστασίου να του ανοίξουν και πέρασε μέσα μαζί με το παιδί. Τότε μόνο συνειδητοποίησε ότι ήταν ο αγαπημένος του εγγονός. Μόλις ξύπνησε ο Βάνκας είδε τον παππού και νόμιζε πως έβλεπε όνειρο. Πετάχτηκε πάνω κι άρχισαν να αγκαλιάζονται κλαίγοντας. Ο παππούς εκείνη τη στιγμή αποφάσισε – σαν να το ήξερε από πάντα – ότι αυτό έπρεπε να κάνει, να ζητήσει τη σύνταξη του, όσο πενιχρή και να ήταν και να προσπαθήσει με τον Βάνκα να κάνουν μία καινούρια αρχή στη Μόσχα, δουλεύοντας και οι δύο, αλλά ζώντας μαζί και στηρίζοντας  ο ένας τον άλλον. Άλλωστε πάντα υπήρχε η πιθανότητα να τους βοηθήσει να ξεκινήσουν ο Άρχοντας του. Με τη σκέψη αυτή παρέλαβε τις προμήθειες καπνού και μαζί με τον εγγονό του ξεκίνησαν το ταξίδι της επιστροφής αφού έκαναν μία στάση για ζεστή σούπα να δυναμώσει το παιδί.


Η ζωγραφιά είναι της Μαρίας Μπακάλη


Το δικό της τέλος για την ιστορία του μικρού Βάνκα γράφει  επίσης η Αμελί Νάννου 

   Ο Βάνκας δίπλωσε το απελπισμένο γράμμα στα τέσσερα και το έβαλε μέσα στο φάκελο που είχε αγοράσει για ένα καπίκι. Ένα ζεστό δάκρυ κύλησε από τα μάτια του και ζάρωσε τον χάρτινο φάκελο. Πάνω σε αυτό το υγρό σημείο ο Βάνκας έγραψε με μισοσβησμένα γράμματα το όνομα του παππού του: "Κωσταντή Μακάριτς". Η χαρά και η ανυπομονησία του να στείλει γρήγορα γρήγορα το γράμμα ενθάρρυναν την παιδική αφέλεια: ο Βάνκας παρέλειψε την διεύθυνση του παππού του. Γεμάτος ικανοποίηση και ανακούφιση έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο γράμμα στη χαραμάδα. Στο ταχυδρομείο εργαζόταν ως υπάλληλος ο πατέρας του αγαπημένου φίλου του Βάνκα ο Μιχαήλ Ιβάνοβιτς. Ο Βάνκας τον χαιρέτησε και του εκμυστηρεύτηκε το μεγάλο του μυστικό, θα στείλει το γράμμα προς τον παππού του. Ο κύριος Ιβάνοβιτς καλοπροαίρετος και γλυκός, καθώς ήταν άνθρωπος του μόχθου με αγάπη και κατανόηση για το ορφανό παιδί, θέλησε να ενδιαφερθεί περισσότερο΄ είχε κατά νου την επόμενη μέρα να ελέγξει το γράμμα. Καλημέρισε τον Βάνκα δίνοντας του την ευχή του να γίνουν όλα καλά, όπως επιθυμεί και να ξαναενωθεί με τον παππού, να βρει και αυτός μια οικογένεια. Ο Βάνκας τον ευχαρίστησε με το πλατύ παιδικό χαμόγελό του φιλώντας του το χέρι. Αμέσως μετά έτρεξε για το καλφάδικο, γιατί είχε αργήσει και φοβόταν την οργή του αφεντικού."Ας είναι, ας με μαλώσει μια τελευταία φορά. ..Αργά ή γρήγορα θα βρεθώ στην αγκαλιά του αγαπημένου μου παππού ".Με αυτές τις σκέψεις πέρασε γρήγορα η ώρα στο τσαγκαράδικο του Αλιάχιν. Αυτή η νύχτα δεν του φαινόταν τόσο παγωμένη όσο οι άλλες, γιατί ένιωθε στην καρδιά του μια ζεστασιά και μια θαλπωρή από την προσδοκία της συνάντησης με τον παππού. Το επόμενο πρωί ο ήλιος άρχισε να λιώνει το χιόνι και η κίνηση των ανθρώπων στους δρόμους πύκνωνε καθώς όλοι έτρεχαν στις δουλειές τους. Στο ταχυδρομείο είχε αρχίσει η διαλογή για την αποστολή των γραμμάτων. Ο κύριος Ιβάνοβιτς θυμήθηκε το γράμμα του Βάνκα και επειδή γνώριζε καλά την ιστορία του μικρού αλλά και τον τόπο κατοικίας του παππού του συμπλήρωσε ο ίδιος την διεύθυνση. Τώρα θα πήγαιναν όλα καλά. Λίγες μέρες αργότερα το ψυχρό τσαγκαράδικο όπου εργαζόταν τυραννικά ο μικρός Βάνκας, γέμισε με την παρουσία του παππού του. Ο Βάνκας και ο παππούς αγκαλιάστηκαν σφιχτά και από τότε ζουν κάθε μέρα μαζί σε ένα χωριό της μακρινής Ρωσίας και ο Βάνκας είναι πιο χαρούμενος από ποτέ.

 

Στον παρακάτω σύνδεσμο μπορείτε να παραολουθήσετε την ιστορία του Βάνκα σε κινούμενα σχέδια 

https://www.youtube.com/watch?v=siKaNw8qUhk