Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

Ιστορίες μυστηρίου (;)

Διαβάζοντας τα Φαντάσματα της Μ. Ιορδανίδου, οι μαθητές της Α΄ γυμνασίου εμπνεύστηκαν να γράψουν τις  δικές τους παράξενες ιστορίες. Να ένα μικρό δείγμα από αυτές.Ελπίζουμε   να μην σας τρομάξουμε και πολύ! 







Μια  τρομακτική  ιστορία 


Ήταν  μια  πολύ  ωραία  και  ηλιόλουστη  Παρασκευή.  Εγώ  και  η  μικρή  μου  αδελφή  ήμασταν  πολύ  χαρούμενοι, γιατί  θα  πηγαίναμε  να  κοιμόμασταν  πάνω  στο  βουνό,  στο  εξοχικό  μας.
   Μαζί  με  τον  μπαμπά  μου  φορτώσαμε  το  αμάξι  με  τα  απαραίτητα, δηλαδή  φαγητό , νερό, παιχνίδια  της  αδερφής  μου  και  τους  φορητούς  υπολογιστές  των  μεγάλων  μου  αδερφιών.
   Η  διαδρομή  ήταν  πολύ  ευχάριστη,  παρ’ όλο  που  με  πείραζε  ο  μεγάλος  μου  αδερφός .
   Μόλις  φτάσαμε  στο  σπίτι  ταΐσαμε  τα  ζώα  μας  και  τα  κορίτσια  ετοίμασαν  το  τραπέζι.  Μετά  το  φαγητό  πήγαν  όλοι  για  ύπνο  εκτός  από  εμένα που  έμεινα  έξω  και  έκανα  βόλτες  πάνω  στο  βουνό, χωρίς  να  το  ξέρουν  οι  γονείς  μου  βέβαια.
   Ξαφνικά  ακούω  ένα  γρύλισμα  και για μια στιγμή  νόμισα  πως  ήταν  ο  αδερφός  μου  και  μου  έκανε  πλάκα.Σύντομα  όμως  συνειδητοποίησα  πώς  έκανα  λάθος. Κάτι  ένιωσα  να  με  ακουμπάει  και  βλέπω  στα  χέρια  μου  μια  κολλώδες  γλίτσα.
    Έτρεχα  όσο  πιο  γρήγορα  μπορούσα  για  να  ξεφύγω από...  ό,τι  και  αν  ήτανε  τέλος πάντων αυτό εκεί  πάνω.Γλιστράω  όμως και  πέφτω  κάτω.Τότε  το  πλάσμα  όρμησε  πάνω  μου.Εγώ ούρλιαξα.
    Ο  πατέρας  μου   άκουσε  τις  φωνές  μου  και  έτρεξε αμέσως με  το  φακό για  να  δει  τι  συμβαίνει  
Μόλις  άνοιξα  τα  μάτια  μου  είδα  τον  μπαμπά  μου  από  πάνω  μου  αλλά  και  το  <<τέρας>> , τον  σκύλο  μουπου  τόσο  με  τρόμαξε  να  με  γλείφει.
   Ένιωσα  τόση  ντροπή  που  είπα  στον  πατέρα  μου  να  μην  μιλήσει  για  αυτό  το  περιστατικό  σε  κανέναν  και  ειδικά  στον  αδερφό  μου,  γιατί  θα  γέλαγε  μέχρι  το  πρωί.
                                                           

                                                                               Αιμίλιος  Τσεσμεζής 







  Πριν από τρία χρόνια κατά τη διάρκεια του καρναβαλιού έζησα την πιο τρομακτική  εμπειρία της ζωής μου. Αν άκουγα τις συμβουλές των γονιών μου, θα είχα αποφύγει αυτήν την εμπειρία που τώρα την αφηγούμαι και γελώ μα τότε έγινε αφορμή για να αναστατωθώ τόσο πολύ.
 Ήταν Παρασκευή βράδυ και οι γονείς μου θα βγαίναν έξω, για να διασκεδάσουν. Εγώ είχα καλέσει μερικές φίλες μου για να δούμε ένα 3D θρίλερ. Φεύγοντας οι γονείς μου είπαν πολλές φορές πως πρέπει να κλειδώσουμε την πόρτα. Ενώ είχα στον νου μου αυτή την εντολή, δεν ξέρω πώς αλλά την ξέχασα
 Ξαπλωμένες στους καναπέδες οι φίλες μου και εγώ παρακολουθούμε τη στιγμή που ένας άντρας επιτίθεται σε μια ηρωίδα της ταινίας. Εκείνη τη στιγμή ένας ήχος τραβά την προσοχή όλων μας. Κοιταχτήκαμε για λίγο μεταξύ μας και μετά συνεχίσαμε να βλέπουμε την ταινία. Δεν πέρασε αρκετή ώρα, όταν ένας άντρας ψηλός με μαύρα ρούχα και μάσκα στο πρόσωπο βρέθηκε μπροστά μας,  στο σαλόνι του σπιτιού. Επικράτησε πανικός. Αρχίσαμε να τρέχουμε τσιρίζοντας δεξιά και αριστερά

Κατάλαβα πως αυτός ο άντρας ήθελε να πιάσει εμένα. Όταν τελικά με έπιασε, λιποθύμησα. Άνοιξα τα μάτια μου στην αγκαλιά του πατέρα μου. Δεν θυμόμουν τίποτα. Ήταν τόσο το σοκ, ώστε ξέχασα τα πάντα. Κοίταξα γύρω. Το σπίτι ήταν αναστατωμένο. Ο πατέρας μου φορούσε μαύρα ρούχα και μια μάσκα κρεμόταν από τον λαιμό του. Γιατί είσαι ντυμένος έτσι ; τον ρώτησα.
<<ΑΝ ΔΕΝ ΠΑΘΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΜΑΘΕΙΣ>> απάντησε ο πατέρας μου. Δηλαδή αν είχα ακούσει τη συμβουλή του να κλειδώσω την πόρτα, δεν θα είχα ζήσει αυτήν την τρομακτική εμπειρία.


                                                                            Γεωργία Κυπριώτη 






Οι κουκουβάγιες είχαν στηθεί στα δέντρα.Τα φώτα στους δρόμους τρεμοπαιζαν.Τα ημερολόγια έδειχναν 31 Οκτωβρίου και τα ρολόγια ώρα δώδεκα.Ηταν πια Απόκριες, και όλοι,μικροί και μεγάλοι είχαν βγει έξω για το γνωστό κυνήγι ζαχαρωτών.Ετσι,τρίζοντας λίγο,άνοιξε   η πόρτα ενός όμορφου,στολισμένου σπιτιού.Απο εκεί,βγήκαν 5 φίλοι μεταμφιεσμένοι πειρατές,μάγισσες,ινδιάνες,καουμπόηδες και πριγκίπισσες κρατώντας μικρά καλαθάκια-κολοκύθες έτοιμα να γεμίσουν από σοκολάτες,καραμέλες και άλλα πολλά.Στη γνωστή τους ερώτηση "Φάρσα ή κέρασμα;"όλοι τους οι γείτονες απάντησαν "Κέρασμα" κάνοντάς τους σίγουρους ότι θα μαζέψουν τα πιο πολλά γλυκά της γειτονιάς.Αφού περπάτησαν λίγο ακόμα,μπροστά τους,μέσα από την ομίχλη,εμφανίστηκε ένα τελευταίο σπίτι.
-Ας πάμε να ζητήσουμε γλυκά κι από εκεί!
-Αρκετά δεν έχουμε;Να διατηρούμε και λίγο την σιλουέτα μας...
-Γιορτές είναι!Σιγά!
-Καλά,αλλά μην γκρινιάζετε σε εμένα μετά όταν θα πρέπει να αρχίσετε δίαιτα!
Τα παιδιά αγνόησαν την φιλη τους και χτύπησαν την παλιά ξύλινη πόρτα του σπιτιού.Αφού μυστηριοδως άνοιξε χωρίς καποιος να γυρίσει το χερούλι απο τη μέσα μεριά,οι πεντε φιλοι προχώρησαν βαθιά μέσα στο σπίτι.Κρατώντας πλαστικά σπαθιά,ραβδιά και δόρατα πήραν θέση άμυνας μπροστά στο απόλυτο σκοτάδι.
-Λίγο σκοτεινά δεν είμαστε εδώ;
-Οντως!Καλυτερα να αναψω το φως.
Ψάχνοντας στους τοίχους,το κορίτσι βρήκε ενα διακόπτη και ενα κιτρινοπο φως άναψε στη μέση του μεγάλου δωματίου.Μέσα σ'αυτο το φως,δεν πέρασε απαρατήρητη η σκιά που γρηγορα-γρηγορα ξανά εξαφανίστηκε,δημιουργώντας κρύο αερα.
-Το είδατε αυτό;
-Ηρέμησε καλέ!Καμια κουκουβάγια θα είναι απ'εξω.
Η μικρή μαγισσουλα εμπιστεύτηκε τους φιλους της,αλλά οι αμφιβολίες κυριαρχούσαν ακόμη στο μυαλό της.Η μυστηριώδης σκιά ξαναεκανε αισθητή την παρουσια της,προκαλώντας ακόμη περισσότερο φόβο στην μαγισσουλα.
-Παιδιααα...πείτε μου οτι ηταν παλι οι κουκουβάγιες!
Τοτε όμως,έδωσε,δυστηχως αρνητικη απάντηση η ινδιάνα.
-Οχι!Αυτή τη φορά την είδα και εγώ!
Τα παιδιά πήραν θέση αυτοάμυνας ,αλλη μια φορά.Πίσω τους,αναμεσα στα σκονισμένα μαξιλάρια του καναπέ και τους περίεργους πίνακες ζωγραφικής,εμφανίστηκε ένας άνθρωπος με μασκα,γάντια και ποδιά,λερωμένα όλα τους απο κόκκινο υγρό.Οι πεντε φιλοι άρχιζαν να ουρλιάζουν και να τρέχουν πανικόβλητοι.Παρολο τα περιττά κιλά που είχε ο τρομακτικός τύπος,έτρεχε αρκετά γρήγορα,με αποτέλεσμα κάποια στιγμη να τσακωσει τα παιδιά σε μια γωνία.
-Συγγνώμη που δεν σε πιστεψαμε!κλαψουρισε ο μικρός πειρατής στην μαγισσουλα,πιστεύοντας πως αυτά θα ηταν τα τελευταια του λογια.Το κορίτσι όμως είχε σοκαριστει,μη μπορώντας να δώσει απάντηση.Ο άνθρωπος έβαλε τα γαντοφορεμενα του χέρια στην τσέπη της ποδιάς,κάνοντας έτσι τα παιδιά ακόμη πιο τρομοκρατημενα.Τα παιδιά έκλεισαν τα ματια τους,μην μπορώντας να δουν αυτό που βιωναν.Ωστόσο,ο άνθρωπος πλησίαζε όλο και περισσότερο τα παιδιά...Και εκεί που νόμιζαν πως ήρθε το τέλος τους,άκουσαν την βραχνιασμενη
φωνή του ανθρωπου...
-Γλυκακι;
Οι πεντε φιλοι άνοιξαν τα ματια,βλέποντας έναν συμπαθεστατο κύριο να τους δίνει κέρασμα,μεγαλονωντας ακόμα πιο πολύ το ρεκορ τους.Αφού δέχθηκαν το γλυκισμα και άλλαξαν τα εσώρουχα τους,τα οποία είχαν,με ενα μυστηριώδη τροπο βραχεί,αρχισαν τις ερωτήσεις.
-Και γιατί η ποδιά και τα γάντια σας είναι πασπαλιμενα με κοκκινο υγρό;
-Α,χαχαχαχα!Είναι μπογιά ζαχαροπλαστικής!Με αυτή εκανα τόσο νόστιμες και ζουμερες τις καραμέλες που μόλις σας έδωσα!
-Πειστικο.Αλλά ποιος ο λογος που μας κυνηγουσατε;
-Μα ήθελα να σας δοσω τα γλυκά!
-Ετσι εξηγούνται όλα!
Τα παιδιά ευχαρίστησαν τον κύριο και έτρεξαν πίσω στο σπίτι τους.Αφού μοιράστηκαν τα γλυκά με τους άλλους φιλους τους,έμαθαν πια τι σήμαινε Χαλογουιν.Μια γιορτή όμορφη,και πολύ διασκεδαστικη.
....-Η μήπως όχι;

                                                                                     Γιασεμή Κιοσέογλου 




Ήταν μια σκοτεινή βραδιά του Γενάρη. Τρεις φίλες είχαν μαζευτεί στο σπίτι της Ιωάννας για να παίξουν θάρρος ή αλήθεια.
-Είναι η σειρά σου, Αναστασία, της είπε η Σοφία με μια φωνή δράκουλα.
-Θάρρος ή Αλήθεια;
-Αλήθεια! φώναξε η Αναστασία
-Ωραία! Είναι αλήθεια πως έφαγες το σάντουιτς μου χθες στο σχολείο;
-Με τσάκωσες! Ναι, εγώ σου το έφαγα. Αλλά ξέρεις πώς πεινούσα. Είχα να φάω από το πρωί!
-Λοιπόν κορίτσια! Θα συνεχίσουμε ή όχι; είπε η Ιωάννα.
-Όχι! φώναξαν οι άλλες ταυτόχρονα
Καθώς μάλωναν , τους  ήρθε μια υπέροχη ιδέα. Γιατί δεν επισκεπτόμαστε το νεκροταφείο απέναντι από το σπίτι; ρώτησε η Αναστασία
Κοίταξαν  και οι τρεις μαζί το μικρό και σκοτεινό νεκροταφείο, το οποίο έμοιαζε λες και δεν είχε  πατήσει κανείς το πόδι του εδώ  και πολύ καιρό.
-Δεν είστε στα καλά σας! Είναι σκοτεινά έξω και θέλετε να επισκεφθείτε ένα νεκροταφείο;
-Σε παρακαλώ! Δεν υπάρχει περίπτωση να μας συμβεί τίποτα. Μην μου πεις ότι πιστεύεις στα φαντάσματα και τέτοια!
-Είσαι σίγουρη πως δεν θα πάθουμε τίποτα;
-Απολύτως σίγουρη.
Και έτσι λίγα λεπτά αργότερα οι τρεις φίλες στέκονταν μπροστά από τα ψηλά κάγκελα του νεκροταφείου.



-Είδατε τώρα κορίτσια! Τα κάγκελα είναι κλειδωμένα!
Τα κορίτσια γύρισαν απογοητευμένα την πλάτη τους έτοιμες να φύγουν, όμως ξαφνικά ακούστηκε ένα δυνατό τρίξιμο και γύρισαν γρήγορα για να δουν τι ήταν. Συνειδητοποίησαν  τρομαγμένες πως τα κάγκελα ήταν ορθάνοιχτα. Είχαν, κατά κάποιον τρόπο, ανοίξει από μόνα τους.
-Εντάξει, διέκοψε την ησυχία η Σοφία, θα μπούμε μέσα;
Τα κορίτσια μπήκαν μέσα κρατώντας σφιχτά το χέρι η μια της άλλης. Το νεκροταφείο φαινόταν  πολύ πιο τρομακτικό τη νύχτα και αυτό φόβισε τις τρεις φίλες. Υπήρχαν παντού ταφόπλακες, άλλες σχετικά καινούριες και άλλες παλιότερες. Στο βάθος του νεκροταφείου διέκριναν μερικά 
γέρικα δέντρα. Ξαφνικά ακούστηκε ένας θόρυβος από τους μικρούς θάμνους που βρίσκονταν λίγο πιο πέρα. Τα κορίτσια άρχισαν να τσιρίζουν όταν είδαν μπροστά τους τον νεκροθάφτη του νεκροταφείου. Ήταν κοντός, λεπτός σαν κλαδί, με ρυτιδωμένο πρόσωπο και φαρδιά ρούχα. Οι φίλες άρχισαν να φωνάζουν ακόμη πιο δυνατά καθώς ο νεκροθάφτης χαμογέλασε, ώστε να φανούν όλα τα στραβά του δόντια, και σήκωσε ένα μεγάλο φτυάρι.
-Θα σας θάψω ζωντανές! ψιθύρισε.
Τα κορίτσια άρχισαν να τρέχουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς τα κάγκελα, αλλά σύντομα έμαθαν πως αυτά όπως είχαν ανοίξει ξαφνικά, τόσο ξαφνικά είχαν κλείσει. Οι φίλες τότε έτρεξαν  προς την άλλη μεριά, και όσο έτρεχαν, τόσο περισσότερο κουράζονταν. Προς μεγάλη τους  έκπληξη όμως, ο νεκροθάφτης παρόλο που ήταν γέρος, έτρεχε γρήγορα από πίσω τους, και μάλιστα είχε αρχίσει να τις φτάνει. Θα τις έπιανε, αν αυτός ξαφνικά δεν εξαφανιζόταν σαν να τον είχε 
ρουφήξει κάτι, αφήνοντας πίσω μονάχα λίγη σκόνη. Τα κορίτσια ξαφνιασμένα και με ορθάνοιχτο το στόμα έβλεπαν τη σκόνη. Μετά ανακουφισμένες αναστέναξαν όλες μαζί ταυτόχρονα.
-Για δείτε γύρω σας, είπε η Αναστασία. Όσο πιο βαθιά μπαίνεις στο νεκροταφείο, τόσο πιο παλιές είναι οι πλάκες. Ξαφνικά άκουσαν την Ιωάννα να τσιρίζει.
-Κοιτάξτε! Αυτές οι πλάκες έχουν πάνω τους τα ονόματα μας!
Και πράγματι, ανάμεσα στις παμπάλαιες ταφόπλακες στέκονταν τρεις ολοκαίνουριες στις οποίες  έγραφε: Σοφία Παπαδόπουλου, Ιωάννα Λεωνίδου και Αναστασία Σούντρη. Και στις τρεις πλάκες έγραφε 2003 με 2016.Τοτε εμφανίστηκε μπροστά τους ο νεκροθάφτης κοιτάζοντας τους στα μάτια. Τότε όλα έγιναν μαύρα. Η Ιωάννα ξύπνησε κατατρομαγμένη και ιδρωμένη και τινάχτηκε 
όρθια στο κρεβάτι της.
-Ήταν μόνο ένα όνειρο! Ένας απαίσιος εφιάλτης! Και ανάσανε ανακουφισμένη! 


                                                                                                       Σελίν Καλαλήογλου
                                                                                                           
 


1 σχόλιο:

  1. Πολύ τρομακτικές οι ιστορίες!Απορρώ πώς κοιμήθηκα το βράδυ! :))

    ΑπάντησηΔιαγραφή