Η αξία των παραμυθιών δεν έγκειται, όπως είχε σχολιάσει κάποιος, στο ότι μας πληροφορούν ότι υπάρχουν "δράκοι" στη ζωή μας. Αυτό το γνωρίζουμε πολύ καλά.Η αξία τους έγκειται στο ότι μας δίνουν ελπίδα πως μπορεί να τους νικήσουμε. Και είναι ουκ ολίγοι οι "δράκοι". "Οικονομικοί δράκοι", όπως η ανέχεια, η ανισότητα, "κοινωνικοί δράκοι", όπως η αδικία και η κατάχρηση της εξουσίας των ισχυρών, και "προσωπικοί δράκοι", όπως ο φθόνος και η απληστία, "δράκοι" γύρω μας, "δράκοι" πάνω μας και "δράκοι" μέσα μας που ο καθένας τους τρέφει και γιγαντώνει τον άλλον.
Αυτά δήλωσε σε συνέντευξη του ο αγαπητός (από μικρούς και μεγάλους ) παραμυθάς Ευγένιος Τριβιζάς.
Με τα παραμύθια ασχολήθηκαμε κι εμείς.Πρώτα με αυτά του βιβλίου και μετά είπαμε να δοκιμάσουμε τις δυνάμεις μας στη συγγραφή.Και εμείς βάλαμε δράκους και τέρατα,πρίγκιπες και νεράιδες,μπόλικη φαντασία και ελπίδα ότι τα άσχημα θα συμβαίνουν μόνο στα παραμύθια.
Το παλικάρι και η Μέδουσα
Πολύ πολύ παλιά τότε που ζούσαν οι θεοί με τους ανθρώπους
υπήρχε ένα βασίλειο πιο μεγάλο από ό,τι φαντάζεσαι. Έξω από το βασίλειο υπήρχε
ένα πυκνό δάσος. Εκεί πολύ βαθιά ζούσε μια γυναίκα που μεταμόρφωνε τους ανθρώπους που την κοίταζαν στα μάτια σε
πέτρινα αγάλματα. Αυτή ονομαζόταν Μέδουσα.
Σε ένα μικρό χωριό του βασιλείου σε μία φάρμα ζούσε ένα παλικάρι με τους παππούδες του. Μια
μέρα κάτω από τον καυτό ήλιο η Μέδουσα μπήκε στο βασίλειο χωρίς να την καταλάβει
κανείς και απήγαγε την βασιλοπούλα. Ο βασιλιάς έδωσε εντολή σε όλους τους άντρες
του βασιλείου να πάνε να σκοτώσουνε τη Μέδουσα. Σαν ανταμοιβή ο άντρας που θα
φέρει τη βασιλοπούλα, θα πάρει το χέρι της.
Καθώς ετοιμαζόταν το παλικάρι ,ο παππούς του τού είπε να μην την κοιτάξει τη Μέδουσα στα μάτια, γιατί
θα γίνει πέτρα. Το παλικάρι του είπε ότι δεν θα ξεχάσει τη συμβουλή αυτή και
ξεκίνησε για το δάσος. Ενώ προχωρούσε ακούει μια τσιριχτή φωνή και σταματά να
δει τι γίνεται. Βλέπει τότε μπροστά του ένα λιοντάρι να έχει περικυκλώσει μια
νεράιδα. Το παλικάρι τότε τρέχει να τη βοηθήσει και σκοτώνει το λιοντάρι. Εκείνη
τον ευχαρίστησε και τον ρώτησε πού
πηγαίνει. Εκείνος της είπε την αλήθεια. Η νεράιδα καταλαβαίνοντας την κατάστασή
του δίνει μια ασπίδα από χρυσό και του λέει πώς αυτή η ασπίδα είναι μαγική και
όσο την έχει στα χέρια του δεν θα πάθει τίποτα. Τον συμβούλευσε επίσης να τη
χρησιμοποιήσει για να σκοτώσει τη Μέδουσα. Αν δει τον εαυτό της σε αντανάκλαση
θα γίνει πέτρα! Το παλικάρι την ευχαρίστησε και έφυγε. Στο δρόμο όσο περπατούσε
έβλεπε πέτρινα αγάλματα ανθρώπων που και ακολουθώντας τα έφτασε σε μια σπηλιά. Μπαίνει μέσα
και βρίσκει τη Μέδουσα! Όρμησε τότε εκείνο πάνω της με κλειστά τα μάτια.
Εκείνη τον απέφυγε και προσπάθησε να τον πετρώσει. Όμως δεν τα κατάφερε. Σήκωσε τότε την ασπίδα του και
την έδειξε στη Μέδουσα. Αμέσως εκείνη μόλις είδε την αντανάκλαση της έγινε
πέτρα. Σιγά σιγά όλοι οι άνθρωποι που τους
είχε κάνει εκείνη πέτρα έγιναν κανονικοί.
Το παλικάρι με τη βασιλοπούλα γύρισαν στο κάστρο σώοι και
ασφαλείς. Ο Βασιλιάς ήταν χαρούμενος που επέστρεψε η κόρη του και την άλλη μέρα
έγινε ο γάμος .Κανείς δεν ξέρει τι απέγινε η Μέδουσα και μακάρι να μην τη
βρούμε ποτέ… Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Αιμίλιος Τσεσμεζής -Δημήτρης Σουσαφίρης
Η φτωχή κοπέλα και η
κακιά μητριά
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα σπιτάκι
μέσα στο δάσος ζούσε μια φτωχή κοπέλα.Η κοπέλα αυτή ήταν πολύ όμορφη αλλά
ήταν και επίσης πολύ δυστυχισμένη γιατί ζούσε μαζί με την κακιά μητριά της. Δεν
την άφηνε να βγει από το σπίτι, βάζοντας την να κάνει συνεχώς δουλειές και
γενικά της συμπεριφερόταν πολύ άσχημα
Η κοπέλα ήθελε πολύ να γνωρίσει άλλους
ανθρώπους και να επισκεφθεί καινούρια μέρη.
Μια μέρα ενώ καθάριζε τα παράθυρα
ξαφνικά είδε ένα πληγωμένο περιστέρι. Αμέσως το πήρε μέσα στο σπίτι και το
περιποιήθηκε. Το περιστέρι μόλις συνήλθε της είπε ότι θέλει να της ανταποδώσει
το καλό που του έκανε. Ήταν ένα μαγικό περιστέρι και αυτό της έδωσε ένα
δαχτυλίδι και της είπε ότι με αυτό θα μπορεί να επισκεφθεί όποιο μέρος
επιθυμεί, αρκεί απλώς να το τρίψει.
Πράγματι η κοπέλα μόλις έβαλε το
δαχτυλίδι μεταφέρθηκε σε ένα παραδεισένιο μέρος. Εκεί γνώρισε έναν ωραίο
πρίγκιπα τον οποίο ερωτεύθηκε και παντρεύτηκαν και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα΄
Βούλα Πυλιώτη-΄Αννα Τρουμούση
Φουσ-ρα-ντά
Μια
φορά και έναν καιρό σε ένα πολύ μικρό χωριό ζούσε ένας φτωχός αρμονικά με την
οικογένεια του.Όμως
μια μέρα ο γείτονας του ο Δαμιανός, αποφάσισε να τους καλέσει σε ένα φτωχικό
γλέντι, για να γιορτάσει τα γενέθλια του γιου του. Όλοι ήταν καλεσμένοι. Η
οικογένειά του ετοιμαζόταν για το γλέντι, όμως εκείνος όσο και να λαχταρούσε να
πάει, να ξεσκάσει λίγο, δεν μπορούσε καθώς ήταν αρκετά άρρωστος. Λυπημένος πια,
ξαπλωμένος στο απλό, ξύλινο κρεβάτι του, πήγε να πιεί λίγο νερό. Αφού άνοιξε το
ντουλάπι για να πιάσει το ποτήρι, μια μυρωδιά του έσπασε τη μύτη! Κοίταξε απ'
το παράθυρο να δει τι μυρίζει τόσο ωραία. Όμως αντί να δει τον κόσμο
να χορεύει και να γλεντάει, άκουγε φωνές και έβλεπε τους πάντες να τρέχουν
πανικόβλητοι, Αμέσως έτρεξε στο απέναντι σπίτι όπου γινόταν η γιορτή. Παντού
φωτιά. Άρχισε να ψάχνει για τους γονείς του αλλά δεν έβρισκε κανέναν. Δυστυχώς,
κανείς δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τις φλόγες.
Ολομόναχος
πια, άρρωστος και κουρασμένος περιπλανιόταν για να βρει ένα καινούριο χωριό.
Μέρες αργότερα βρήκε το ξακουστό κάστρο όπου έμενε η βασιλική οικογένεια.
Πίστευε, ότι θα τον καλοδέχονταν αφού τους έλεγε την ιστορία του, αλλά εκείνοι
αδιαφόρησαν και τον πέταξαν έξω. Καθώς έφευγε απ' το κάστρο, η πριγκίπισσα
τον είδε και εκείνος της αφηγήθηκε τι έγινε. Η πριγκίπισσα συγκινήθηκε
και τον πήρε μαζί της στο κάστρο. Οι γονείς της φυσικά διαφώνησαν, αλλά εκείνη
τους παράκουσε. Αυτή, γοητευμένη από το χαρακτήρα του φτωχού, τον
ερωτεύτηκε.Ο
φτωχός ζήτησε το χέρι της πριγκίπισσας αλλά οι γονείς της δεν σήκωναν ούτε
κουβέντα γιατί ήθελαν να παντρευτεί το πλουσιόπαιδο του διπλανού βασιλείου.
Τότε το πλουσιόπαιδο μπήκε στο κάστρο και αφού κατάλαβε τι γινόταν μεταξύ
τους, διαμαρτυρήθηκε στο βασιλιά που του είχε μεγάλη αδυναμία. Εκείνος, μη
έχοντας πολλές επιλογές, αφού δεν μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην αληθινή
αγάπη, τους έθεσε μια δοκιμασία. Όποιος σκότωνε τον δράκο, θα έπαιρνε το χέρι
της κόρης του.Ο
φτωχός ήταν φοβισμένος. Στον πανικό του, πήγε να βρει τον μάγο της Ναβάδας. Του
είπε ότι θα ήθελε να γίνει πιο δυνατός και πιο ατρόμητος, για να σκοτώσει τον
δράκο. Ο μάγος, δεν του έδωσε ένα μαγικό αντικείμενο, αλλά μαγικά λόγια.
Μόλις δείλιαζε, απλά θα έλεγε τα λόγια <<Φους-Ρα-Ντα>>. Ο
φτωχός τον ευχαρίστησε και πήγε πίσω στο κάστρο.Έφτασε
λοιπόν η μέρα. Ο φτωχός και το πλουσιόπαιδο, ήταν στη σπηλιά του δράκου. Όποιος
γυρνούσε με το κεφάλι του δράκου, θα έπαιρνε την πριγκίπισσα. Όλοι ήταν
σίγουροι, ότι ο φτωχός θα σκοτωνόταν, εκτός από την πριγκίπισσα που είχε πίστη
σε αυτόν. Ο δράκος εμφανίστηκε. Ο φτωχός δείλιασε. <<ΦΟΥΣ-- ΡΑ --ΝΤΑ>>
φώναξε όμως και όρμησε στον δράκο. Το πλουσιόπαιδο βλέποντας τη δύναμη του
δράκου, το έβαλε στα πόδια. Ο φτωχός ήταν μόνος. Έλεγε συνέχεια τα λόγια και
προχωρούσε. Κατάφερε να χτυπήσει το δράκο στο λαιμό, όπου σήμαινε το τέλος του.Νικητής
πια ο φτωχός, γύρισε στο παλάτι με το κεφάλι του δράκου. Η πριγκίπισσα μόλις
τον είδε έτρεξε και τον αγκάλιασε : <<Το
ήξερα ότι θα τα κατάφερνες>> του είπε.
Οι
γονείς της δεν είχαν άλλη επιλογή. Ο φτωχός θα γινόταν πρίγκιπας. Και έτσι
έγινε.
Μετά
από ένα μήνα, ο γάμος είχε γίνει. Οι γονείς της, κατάλαβαν ότι φτωχός
είχε πολλά χαρίσματα και τον συμπάθησαν.
Και
ζήσαν αυτοί καλά, εμείς καλύτερα, και το πλουσιόπαιδο ακόμα τρέχει να ξεφύγει.
Συγγραφείς του παραμυθιού:Βασίλης Κεφαλιανός -Γιώργος Κοσσαρής
"Η πριγκίπισσα και το παλικάρι"
Μια φορά κι έναν καιρό, πριν πολλά χρόνια,
ζούσε σε ένα χωριό ένα φτωχό παλικάρι. Κατοικούσε σε ένα μικρό σπιτάκι μόνος,
καθώς είχε χάσει όλη του την οικογένεια. Η μόνη του ασχολία ήταν οι
καλλιέργειές του και ο καλός, πολύτιμος φίλος του.
Κάποια μέρα, το παλικάρι αποφάσισε να
κατέβει στην πόλη για να πάρει τα απαραίτητα για τον κήπο του. Κι εκεί, στην
μεγάλη αγορά, συνάντησε μια όμορφη πριγκίπισσα, την κόρη του βασιλιά. Αμέσως
θαμπώθηκε από την ομορφιά της και την ερωτεύθηκε.
Περνούσαν οι μήνες και το παλικάρι κατέβαινε
σχεδόν κάθε μέρα στην πόλη για να βλέπει την εκθαμβωτική πριγκίπισσα. Δυστυχώς
όμως, μια μέρα εμφανίστηκε ένα βασιλόπουλο που προοριζότανε για εκείνην. Τότε,
το παλικάρι ένιωσε μειονεκτικά απέναντι του. Τι κοινό να είχε εκείνος με ένα
πλούσιο αρχοντόπουλο;
Κι όμως, ήρθε η τυχερή μέρα και για κείνον.
Έτσι όπως ήταν σκεφτικός στο δρόμο του για την πόλη, εμφανίστηκε δίπλα του ο
καλύτερος φίλος του και του έδωσε ένα μενταγιόν. "Πάρε", του λέει,
"θα το χρειαστείς με τούτον τον αντίπαλο". Το παλικάρι στην αρχή
απόρησε βλέποντάς το. Στη συνέχεια όμως, όπως το επεξεργαζότανε ανακάλυψε την
μαγεία του! Το μενταγιόν είχε την δυνατότητα να δείχνει στους άλλους αυτό που
πραγματικά ήταν όποιος το φορούσε, τον εσωτερικό του κόσμο!
Την επόμενη κιόλας μέρα λοιπόν, λάμποντας από
χαρά, ξεκίνησε για την πόλη. Ήξερε πως ίσως και να είχε ελπίδες να κερδίσει την
πριγκίπισσα. Όταν έφτασε και τον είδε η πριγκίπισσα, ξέχασε αμέσως το
αρχοντόπουλο κι ερωτεύθηκε το φτωχό παλικάρι. Έτσι, έζησαν οι δυο τους μαζί για
πάντα!
Δημιουργοί του παραμυθιού οι μαθητές του Α6
Αμαλία Χαρμαντά
Χρήστος Χαΐλης
Θένια ΧόνδρουΔημιουργοί του παραμυθιού οι μαθητές του Α6
Αμαλία Χαρμαντά
Χρήστος Χαΐλης
Η απαγωγή και
η γενναιότητα
Μια φορά και έναν καιρό σε έναν βαθύ ωκεανό ζούσε μια γοργόνα που την
ονόμαζαν Ηλέκτρα και ήταν η πιο γενναία στον βυθό. Σε αυτόν τον βυθό
εμφανίστηκε από το πουθενά ο πιο κακιασμένος καρχαρίας του ωκεανού, ο Τζακ. Ο
Τζακ έκανε τους άλλους να υποφέρουν και αυτό τον ικανοποιούσε και ένιωθε σαν
βασιλιάς
Μια μέρα η Ηλέκτρα δεν άντεχε να
βλέπει τους άλλους να υποφέρουν και από τότε έγινε η μεγαλύτερη εχθρός του.
Αυτό, το έμαθε ο Τζακ και αποφάσισε να της πάρει την μικρή της αδερφή για να
την εκδικηθεί για τα λόγια που είπε η Ηλέκτρα για αυτόν. Εκείνη την στιγμή
αυτός νευρίασε και της είπε:
-Θα το πληρώσεις πολύ ακριβά αυτά που είπες για εμένα. Και όντως το
πλήρωσε.
Ένα πρωί σηκώνεται η Ηλέκτρα και βλέπει πως η αδερφή της δεν είναι σπίτι.
Αμέσως κατάλαβε τι τρέχει. Την είχε κλέψει ο Τζακ. Τρόμαξε και πήγε αμέσως να
ζητήσει την βοήθεια του δελφινιού.
Το δελφίνι είχε την λύση. Της έδωσε ένα μενταγιόν, με κάτι ακαταλαβίστικα
γράμματα μπροστά.
-Τι είναι αυτά τα γράμματα; ρώτησε η γοργόνα
-Δεν χρειάζεται να ξέρει τι είναι αυτά. Αυτό που πρέπει να ξέρεις είναι ότι
αυτό θα σε μεταμορφώσει σε ψαρά.
Πήγε σπίτι, το πήρε και το φόρεσε. Όταν το φόρεσε άρχισε να βγάζει από τα
γράμματα διάφορα χρώματα. Μετά από 7 δευτερόλεπτα βρέθηκε σε ένα λιμάνι. Αυτό
το λιμάνι βρισκόταν πάνω από το παλάτι του καρχαρία. Πήρε το καλάμι, κρέμασε
ένα γράμμα και το έστειλε στην αδερφή της.
Όταν το πήρε το γράμμα η μικρή έβαλε τα χέρια πάνω στο καλάμι. Όταν
κοιτάχτηκαν, αγκαλιάστηκαν και έκαναν μια βουτιά στο νερό.
Μόλις το έμαθαν αυτό οι πολίτες άρχισαν να την χειροκροτούν και να την
βραβεύουν. Από τότε ο Τζακ δεν ξαναενόχλησε ποτέ κανέναν και εξαφανίστηκε από
τον βυθό! Ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
Ελεάννα Χοτζαλλάρη ,Ντέινα Χαραλαμπίεβα
Ιωάννα Χρηστοφή,Μελίνα Φρούντζα
Ιωάννα Χρηστοφή,Μελίνα Φρούντζα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου