Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Οι παραμυθοποιοί του Α1

Κόκκινη κλωστή δεμένη,στην ανέμη τυλιγμένη,
δώσ’ της κλώτσο να γυρίσει,παραμύθι ν’ αρχινίσει...




                                                 Η ΜΙΚΡΗ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑ

   Μια φορά και έναν καιρό , κάπου πολύ μακριά ζούσε μια οικογένεια στο παλάτι τους. Είχαν μια μικρή κόρη που την έλεγαν Ελπίδα. Η οικογένεια αυτή ήταν πολύ αγαπημένη .Μετά από λίγο καιρό όμως τα πράγματα  άρχισαν να μη πηγαίνουν καλά. Η μητέρα της Ελπίδας είχε αρρωστήσει πολύ βαριά. Για περίπου δέκα  μέρες  η βασίλισσα ήταν στο κρεβάτι. Στην αρχή ο βασιλιάς πίστευε πως ήταν απλώς μία ίωση, αλλά αργότερα άρχισε να ανησυχεί.  Στην μικρή Ελπίδα είπε πως όλα θα πάνε καλά, αλλά αργότερα η μητέρα της δεν άντεξε και πέθανε.
  Μετά από περίπου δύο χρόνια, η Ελπίδα τώρα πια είχε μεγαλώσει, ο πατέρας της αποφάσισε να ξαναφτιάξει την ζωή του χωρίς όμως να ξεχάσει την αγαπημένη του. Η Ελπίδα δεν συμπαθούσε καθόλου την μητριά της και έτσι δεν είχαν  ιδιαίτερες επαφές. Ύστερα από λίγο καιρό ο πατέρας της είχε μια πολύ σημαντική δουλειά στο εξωτερικό κι έτσι έπρεπε να εγκαταλείψει το σπίτι του για αρκετό καιρό . Από τότε που ο πατέρας της έφυγε η μητριά άρχισε να δείχνει τα αληθινά αισθήματα της στη Ελπίδα . Κάθε μέρα την έβαζε να καθαρίζει όλο το σπίτι. Το κορίτσι δεν άντεχε άλλο κι έτσι μια μέρα έκατσε για λίγο να ξεκουραστεί. Η  μητριά της μόλις την είδε την μάλωσε και την κλείδωσε στο πατάρι. Η  Ελπίδα καθώς έψαχνε έναν τρόπο για να βγει ,σκόνταψε πάνω σε ένα μικρό σεντούκι. Μέσα στο σεντούκι υπήρχε  ένα μικρό ραβδί και ένα γράμμα. Άνοιξε το γράμμα και διαβάζοντάς  το ανακάλυψε πως η μητέρα της  είχε κρύψει το ραβδί  για ώρα ανάγκης. Της έγραφε πως η γιαγιά της ήταν μάγισσα, αλλά το ραβδί δεν το είχε χρησιμοποιήσει ποτέ ,το φύλαξε για να το βρει και να το χρησιμοποιήσει μόνο εκείνη γιατί είναι πολύ ισχυρό .Με τον  θυμό που είχε η Ελπίδα για την μητριά της σκέφτηκε να το χρησιμοποιήσει και να την εξοντώσει.  Μετά από λίγο καιρό ανακάλυψε και ένα βιβλίο με ξόρκια και άρχισε να το διαβάζει. Αφού βρήκε τη λύση άνοιξε την πόρτα με ένα μαγικό ξόρκι. Κατέβηκε γρήγορα τις σκάλες  και πήγε στο σαλόνι όπου βρισκόταν η  κακιά μητριά. Πήρε το ραβδάκι και είπε το ξόρκι για να την εξοντώσει. Αφού είπε το ξόρκι  δεν πέτυχε και έτσι η μητριά άρχισε να την κοροϊδεύει και να την ρωτάει τι είναι αυτά που λέει. Μα κατάλαβε πως χρειαζόταν περισσότερη συγκέντρωση. Έτσι έτρεξε γρήγορα στο δωμάτιο της χωρίς να πει τίποτα. Μέσα στο βιβλίο υπήρχε μία φωτογραφία από ένα ιπτάμενο σκουτεράκι. Έκανε ένα ξόρκι και το έκανε αληθινό. Ανέβηκε πάνω στο σκουτεράκι  και έφυγε αθόρυβα από το σπίτι. Π ήγε σε ένα ερημικό μέρος όπου έκατσε μέχρι το απόγευμα και εξασκούσε τα ξόρκια. Τα  βράδυ πήγε πάλι σπίτι και κλείδωσε το σκουτεράκι στην αποθήκη και πήγε στο σαλόνι όπου ήταν και η μητριά της. Κάποια στιγμή μία μικρή νεράιδα εμφανίστηκε μπροστά της. Η Ελπίδα είχε μείνει έκπληκτη!! Μα ποια είσαι εσύ την ρώτησε; Εκείνη της απάντησε πως είναι μία από της νεραιδένιες προστάτιδες της μαμά της και ήρθε για να την βοηθήσει να εξοντώσει την μητριά της και να βρει τον μπαμπά της. Η νεράιδα πέταξε πάνω από την μητριά της και της έκανε ένα ξόρκι για να κοιμηθεί. Η Ελπίδα πήρε το μαγικό ραβδί και έκανε το ξόρκι της εξόντωσης. Μέσα σε δευτερόλεπτα η μητριά εξαφανίστηκε .Έτσι η Ελπίδα ήταν γεμάτη χαρά γιατί δεν θα την είχε πια στο σπίτι της.
   Την επόμενη μέρα τα ξημερώματα, κάποιος χτύπησε την πόρτα ,μόλις άνοιξε την πόρτα είδε τον μπαμπά της. Χάρηκε τόσο πολύ που έτρεξε στην αγκαλιά του και τον φίλησε. Του εξήγησε όλα όσα είχαν συμβεί και εκείνος στην αρχή δεν μπορούσε να τα πιστέψει αλλά αργότερα κατάλαβε πως η κόρη του του έλεγε την αλήθεια. Από εκεί και πέρα ήταν όπως παλιά μια αγαπημένη οικογένεια γεμάτη χαρές. Η  Ελπίδα συνέχισε να εξασκείτε με την μαγία και κάθε μέρα γινόταν όλο και καλύτερη μάγισσα.
                                             Μαριέττα Διακονικολή – Νάσια Διακογιάννη  Α1





"Μια πυγολαμπίδα βασιλοπούλα"
  Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια ευτυχισμένη βασιλοπούλα που ζούσε σε ένα τεράστιο παλάτι. Μια μέρα πήγε στο δάσος να μαζέψει λουλούδια. Καθώς μάζευε μαργαρίτες εμφανίστηκε από πίσω της η κακιά μάγισσα και την απήγαγε. Την ζήλευε πολύ γιατί όλοι μιλούσαν για την ομορφιά και την καλοσύνη της. Όταν νύχτωσε και η βασιλοπούλα δεν επέστρεψε στο παλάτι όλοι ανησύχησαν. Όσο όμως και αν έψαξαν δεν την βρήκαν πουθενά και έστειλαν φρουρούς για να την αναζητήσουν. Η κακιά μάγισσα είχε φυλακίσει την βασιλοπούλα σε ένα τρομακτικό και σκοτεινό μέρος πολύ μακριά από το παλάτι. Η βασιλοπούλα ένιωθε φοβισμένη και δεν ήξερε τι να κάνει. Τότε ξαφνικά εμφανίστηκε από το πουθενά η καλή νεράιδα κα της έδωσε ένα μαγικό δαχτυλίδι και της είπε ότι με αυτό θα μπορεί να μεταμορφώνεται δε ό,τι θελήσει. Άρχισε λοιπόν να σκέφτεται σε τι θα μεταμορφωθεί για να ξεφύγει από τη φυλακή της. Στην αρχή σκέφτηκε να γίνει ελέφαντας αλλά δεν χώραγε να περάσει από την πόρτα. Μετά σκέφτηκε να γίνει κατσαρίδα αλλά φοβήθηκε ότι θα την πατήσουν. Στο τέλος αποφάσισε να γίνει πυγολαμπίδα. Το φως της έγινε τόσο έντονο με την βοήθεια της καλής Νεράιδας που εμφανίστηκε ξαφνικά και τύφλωσε την μάγισσα. Έτσι μπόρεσε ελεύθερη πια να πετάξει πίσω στο παλάτι της. Η μάγισσα μέχρι και σήμερα ψάχνει σαν τρελή πάνω κάτω στο παλάτι της να βρει την πυγολαμπίδα ενώ η βασιλοπούλα έζησε μια ήρεμη και ευτυχισμένη ζωή. Και πάντα αγαπούσε τις πυγολαμπίδες........

Συγγραφείς του παραμυθιού: Χριστίνα Δρόσου
                                              Άντζελα Θανάση
                                             Ιρλίντα Θανάση
 




Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μεγαλούπολη, σε μία γωνίτσα μια φτωχή κοπέλα τραγουδούσε με την υπέροχη φωνή της, μαγεύοντας τους περαστικούς. Σε μία άλλη πιο λαμπερή γωνία, μία άλλη επαγγελματίας τραγουδίστρια ζήλευε την φτωχή κοπέλα, γιατί δεν είχε τόσο ωραία φωνή όσο αυτή. Η κοπέλα προσέλκυσε το κοινό της πλούσιας κι έτσι αυτή ήθελε να την σαμποτάρει, κερνώντας τη ένα δηλητηριασμένο γλυκό. Έτσι κι έγινε. Την επόμενη μέρα κανένας περαστικός δεν σταματούσε να την ακούσει επειδή η φωνή της ήταν απαίσια από την επίδραση του γλυκού. Για αυτό, όλοι σταματούσαν να ακούσουν  την συναυλία της πλούσιας τραγουδίστριας. Μετά από λίγο την πλησίασε ένα περιστέρι και άφησε δίπλα της ένα φυλαχτό. Παραξενεύτηκε και το φόρεσε, αφού δεν μπορούσε να αντισταθεί από την λάμψη του, χωρίς να δώσει και πολύ σημασία. Ξαφνικά, ένα μαγικό φως βγήκε από το φυλαχτό και άρχισε να παίζει μουσική. Αν και η κοπέλα ήξερε ότι η φωνή της είχε γίνει παράφωνη, δεν μπόρεσε να αντισταθεί και άρχισε να τραγουδάει. Η φωνή της επανήλθε και οι περαστικοί έμειναν άφωνη από τον θαυμασμό. Η πλούσια τραγουδίστρια πρασίνισε από την ζήλια της, όμως στην άκρη του μυαλού της είχε μία ύπουλη ιδέα:<< Θα μεταμφιεστώ σε παραγωγό musical και θα της ζητήσω να πρωταγωνιστήσει>>. Την πλησίασε και της είπε με ένα ύπουλο χαμόγελο: 


-          Ψάχνω για ταλαντούχους τραγουδιστές και τυχαία σε άκουσα να τραγουδάς και θέλω να πρωταγωνιστήσεις στο musical που θα ανεβάσω. Μήπως ενδιαφέρεσαι;
-          Βέβαια! Ευχαριστώ πολύ ! είπε όλο λαχτάρα
-          Τα λέμε στις 8.
Όταν έφτασε στον χώρο συνάντησης, ένα χέρι από το πουθενά την τράβηξε και την έβαλε μέσα σε ένα σκοτεινό μπουντρούμι. Η κοπέλα τρομοκρατήθηκε και κατάλαβε ότι πίσω από όλα αυτά ήταν η πλούσια. Εκεί έμεινε για τρεις μέρες ώσπου κάποια μέρα την άκουσε να τραγουδάει ένας περαστικός και είπε από μέσα του: << Αυτή η φωνή μου ακούγεται γνωστή>> .  Πήγε προς τα εκεί και αναγνώρισε την κοπέλα που τραγουδούσε στον δρόμο.
-          Τι  κάνεις  εσύ εδώ ;
-          Βοήθησε με να βγω, με έχουν απαγάγει! είπε ψιθυριστά
-          Ποιος;
-          Άσε τα λόγια και μπες απ’ το παράθυρο, πάρε το κλειδί που είναι κρεμασμένο στο λαιμό της κοπέλας που κοιμάται και άνοιξέ μου.
Έτσι κι έκανε. Σιγά σιγά, για να μην ξυπνήσει την απαγωγέα που κοιμόταν του καλού καιρού, άρπαξε το κλειδί προσεκτικά και άνοιξε την πόρτα.
-          Σ’ ευχαριστώ πολύ!
-          Ψάχνω για ταλαντ…
Ξαφνικά η απαγωγέας ξύπνησε και άρχισε να τους κυνηγάει. Τελικά, μετά από μεγάλο κυνήγι έφτασαν στην αστυνομία και κατήγγειλαν την πλούσια κοπέλα η οποία μπήκε στη φυλακή.
-          Ήθελα να σου πω ότι ψάχνω για ταλαντούχες τραγουδίστριες για να πρωταγωνιστήσεις στο musical  που θα ανεβάσω.
-          Θα το ήθελα πολύ, αλλά… ελπίζω να μην με απαγάγεις κι εσύ!
Έτσι, η κοπέλα έγινε μια πλούσια, δημοφιλής και επαγγελματίας  τραγουδίστρια! Όσο για την άλλη τραγουδίστρια έμεινε για αρκετά χρόνια στην φυλακή.
     ~ΤΕΛΟΣ~
Σέβη Δελή

Διονυσία Θεοδώρου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου