Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Μάνα,μητέρα,μαμά!

  Κεντρικό πρόσωπο στο ποίημα του Κ.Π.Καβάφη "Δέησις"είναι η μάνα.Η μάνα που μάταια περιμένει τον ναυτικό γιο της να γυρίσει.Η Παναγιά,μάνα κι εκείνη,συμπάσχει,αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να τη βοηθήσει.Η συζήτηση μας φυσικό ήταν να περιστραφεί γύρω από την αγάπη της μάνας και  μπορείτε να δείτε εδώ τα αποτελέσματα αυτής της συζήτησης : Κείμενα,ποιήματα,τραγούδια,πίνακες ζωγραφικής εμπνευσμένα από την αρχέγονη αυτή φιγούρα.



Ξεκινάμε με ένα ποίημα σε μετάφραση του Άγγελου Βλάχου με τίτλο η καρδιά της μάνας .Το επέλεξε η Αναστασία Καλούδη:
Ένα παιδί, μοναχοπαίδι αγόρι,
αγάπησε μιας μάγισσας την κόρη.
– Δεν αγαπώ εγώ, του λέει, παιδιά,
μ’ αν θέλεις να σου δώσω το φιλί μου,
της μάνας σου να φέρεις την καρδιά
να ρίξω να τη φάει το σκυλί μου.
Τρέχει ο νιος, την μάνα του σκοτώνει
και την καρδιά τραβάει και ξεριζώνει.
Και τρέχει να την πάει, μα σκοντάφτει
και πέφτει ο νιος κατάχαμα με δαύτη.

Κυλάει ο νιος και η καρδιά κυλάει
και την ακούει να κλαίει και να μιλάει.
Μιλάει η μάνα στο παιδί και λέει:
– Εχτύπησες, αγόρι μου; και κλαίει!

  και η Αλεξάνδρα μας προτείνει να το ακούσουμε από τον Παντελή Θαλασσινό:






Ο Διονύσης  επιλέγει το γνωστό ποίημα του Γ.Βιζυηνού

Πώς να πειράξω τη μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί, 
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;

Πώς ν' αρνηθώ ή ν ' αναβάλω
ό,τι ορίζει κι απαιτεί,
αφού στη γη δεν έχω άλλο
κανένα φίλο σαν αυτή;

Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με είχε βρέφος απαλό, 
με κάθιζε στα γόνατά της
και μ' έμαθε να ομιλώ.

Αυτή με τρέφει και με ντύνει
όλο το χρόνο που γυρνά,
και δίπλα στη μικρή μου κλίνη,
σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.

Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω
φιλά να γειάνει την πληγή.
Αυτή, τι πρέπει να αφήσω
και τι να κάμω μ'΄οδηγεί.

Πώς το λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;


και το συνοδεύει με τον ανάλογης θεματικής  πίνακα του Π.Πικάσο


Ο Αντρέας παρουσιάζει τον "' Αποχαιρετισμό της μάνας "του Ι.Πολέμη



Μισεύεις για την ξενιτιά και μένω μοναχή μου,
σύρε παιδί μου στο καλό και σύρε στην ευχή μου.
Τριανταφυλλένια η στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οι δρόμοι,
για χάρη σου ν’ ανθοβολούν και τα λιθάρια ακόμη.


Τα δάκρυά μου να γεννούν διαμάντια σ’ ό,τι αγγίζεις
και το ποτήρι της χαράς ποτέ να μη στραγγίζεις.
Να πίνεις και να ξεδιψάς και να ‘ναι αυτό γεμάτο,
σα να ‘ναι η βρύση από ψηλά κι εσύ να ‘σαι από κάτω.


Εκεί, παιδί μου, που θα πας, στα μακρινά τα ξένα,
δίχτυα πολλά κι οξόβεργες θα στήσουνε για σένα.
Παιδί μου, αν εμένανε πάψεις να με θυμάσαι,
με δίχως βαρυγκώμηση συχωρεμένος να ‘σαι.


Κι αν πάλι το φτωχό καλύβι μας, ντροπή σου φέρνει,
ωστόσο και πάλι θα ‘μαι πρόθυμη, συχώρεση να δώσω.
Μ’ αν την πατρίδα απαρνηθείς που τη λατρεύουμε όλοι,
να ‘ναι η ζωή σου, όπου κι αν πας, αγκάθια και τριβόλοι.



                                      την εικόνα επέλεξε η Αναστασία Ζήβα

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Η μάνα μου κι ο Σατανάς Τη μεγάλη Παρασκευή η Παναγιά ξαναγίνεται το πρόσωπο της ημέρας και η δική μου μάνα ξεμαρμαρώνει. Δε φοράει πια εκείνο το ροζ που τη θάψανε κι ούτε κατεβαίνει ολοένα με το κουτί της μαζί. Τη Μεγάλη Παρασκευή η μάνα μου ζωντανή, ζεστή σαν το κερί φοράει το τετριμμένο και μαζί το άλλο. Το νύχι της το προτελευταίο παχουλό στις άκρες σαν το δικό μου άγνωστη όταν κρυφοσκεπτόταν και κρυφοαμάρτανε μακριά μου σαν άρχιζε τον ατέλειωτο θάνατό τ Πηγή: www.lifo.gr
Η Αντωνία προτείνει το ποίημα της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ :


Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΚΙ Ο ΣΑΤΑΝΑΣ
 Τη μεγάλη Παρασκευή
η Παναγιά ξαναγίνεται το πρόσωπο της ημέρας
και η δική μου μάνα ξεμαρμαρώνει.
Δε φοράει πια εκείνο το ροζ
που τη θάψανε
κι ούτε κατεβαίνει ολοένα
με το κουτί της μαζί.
Τη Μεγάλη Παρασκευή
η μάνα μου ζωντανή, ζεστή σαν το κερί
φοράει το τετριμμένο και μαζί το άλλο.
Το νύχι της το προτελευταίο
παχουλό στις άκρες σαν το δικό μου
άγνωστη
όταν κρυφοσκεπόταν
και κρυφοαμάρτανε
μακριά μου
σαν αρχίζει τον ατέλειωτο θάνατό της
ΜΕ ΒΑΣΑΝΙΖΕΙ.
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Η μάνα μου κι ο Σατανάς Τη μεγάλη Παρασκευή η Παναγιά ξαναγίνεται το πρόσωπο της ημέρας και η δική μου μάνα ξεμαρμαρώνει. Δε φοράει πια εκείνο το ροζ που τη θάψανε κι ούτε κατεβαίνει ολοένα με το κουτί της μαζί. Τη Μεγάλη Παρασκευή η μάνα μου ζωντανή, ζεστή σαν το κερί φοράει το τετριμμένο και μαζί το άλλο. Το νύχι της το προτελευταίο παχουλό στις άκρες σαν το δικό μου άγνωστη όταν κρυφοσκεπτόταν και κρυφοαμάρτανε μακριά μου σαν άρχιζε τον ατέλειωτο θάνατό τ Πηγή: www.lifo.gr
                                            τον πίνακα του Ιακωβίδη διάλεξε η Καλλιόπη

Το ποίημα του Γεράσιμου Μαρκορά βρήκε η Μαρία:

Μάνα! ―Δε βρίσκεται
λέξη καμία
να ’χει στον ήχο της
τόση αρμονία·
σαν ποιος να σ’ άκουσε
με στήθος κρύο,
όνομα θείο;

και ο Σωτήρης τον πίνακα του Πικάσο που απεικονίζει μια τρυφερή στιγμή



 Η Ειρήνη πάλι δημιούργησε ένα βίντεο:

 
Η Γαβριέλα μας βάζει σε σκέψεις με την επόμενη φωτογραφία



ενώ η Ιωάννα  μας προτρέπει να θυμόμαστε κάθε μέρα πόσο σημαντική είναι η μητέρα μας




Και τώρα ας γελάσει λίγο το χειλάκι μας με τον τηλεφωνικό διάλογο μιας μητέρας με το γιο της που σπουδάζει σε πανεπιστήμιο της επαρχίας ...δια χειρός Έλενας Ακρίτα



- Έλα, µαµά!
- Έλα, παιδί µου, πού χάθηκες;
- Πού χάθηκα, χτες βράδυ µιλήσαµε...
- Από χτες βράδυ µέχρι  σήµερα ξέρεις πόσα µπορούν να συµβούν; Ένα λεπτό θέλει να γίνει το κακό!
- Να σε παίρνω δηλαδή κάθε ΕΝΑ λεπτό;
- Λέω, παιδί µου... Της Μαρίας ο γιος δεν πήγε για σοκοφρέτα απ' το περίπτερο και του 'σπασε το πόδι το αγροτικό;
-Δεν τρώω σοκοφρέτες!
- Σκούφο φοράς;
- Μες στο σπίτι, πας καλά;
- Γιατί φοράς έξω απ' το σπίτι;
- Κανένα παιδί δεν φοράει σκούφο!
- Δεν µε νοιάζει τι κάνουν τα άλλα παιδιά, το δικό µου µε νοιάζει! Να φοράς σκούφο και να καλύπτεις και τα αυτιά, από τα αυτιά κρυώνει ο άνθρωπος!
- ∆εν κάνει κρύο!
- Μια ζωή «δεν κάνει κρύο» και µια ζωή έτρεχα για αντιπυρετικά! Μυαλό δεν θα βάλεις ποτέ, κοτζάµ άντρας είσαι πια!
- Άσε µε, ξέρω τι κάνω!
- Την τύφλα σου ξέρεις, µικρό παιδί είσαι ακόµα!
- Τι είµαι τελικά, ρε µάνα, κοτζάµ άντρας ή µικρό παιδί;
- Τα γάντια τα µάλλινα τα φοράς; Από τα χέρια κρυώνει ο άνθρωπος!
- Τα φοράω!
- Δεν τα φοράς, ψέµατα µου λες για να µε ξεφορτωθείς! Πες µου τώρα ότι περπατάς και ξυπόλυτος στα µωσαϊκά, από τα πόδια κρυώνει ο άνθρωπος!
- Μάνα δεν είµαι στην Αλάσκα, στα Γιάννενα είµαι!
- Ο Θοδωρής Κολυδάς είπε ότι έχει κρύο στα Γιάννενα!
- Κι εγώ ο Θανάσης Ηλιόπουλος σου λέω ότι ∆ΕΝ έχει κρύο στα Γιάννενα!
- Και γιατί να πιστέψω εσένα κι όχι τον επιστήµονα;
- Γιατί ο επιστήµονας δεν ζει στα Γιάννενα!
- Τουλάχιστον το φερµουάρ του µπουφάν σου µέχρι επάνω να το σηκώνεις! Όχι να αφήνουµε τα λαιµά έξω, από τα λαιµά κρυώνει ο άνθρωπος!
- Ναι, µάνα! Ναι, ναι, ναι! Έξω έχει 20 βαθµούς κι ο τρελός του χωριού θα κυκλοφορεί στην πόλη µε γάντια, σκούφο, κασκόλ, µπουφάν κι ένα αερόθερµο αγκαλιά! Να γελάσουν λίγο κι οι πικραµένοι που τους κόβουν την επικουρική!
- Θα σου στείλω µε το ΚΤΕΛ γεµιστά που σ' αρέσουν!
- ∆εν µου αρέσουν τα γεµιστά!
- Τι λες τώρα; Μικρός τα τρωγες σαν τρελός, φώναζες «τέλω γεµιτά, τέλω γεµιτά», σαν να σ' ακούω, µανάρι µου µωρέ, πουλάκι µου εσύ, τι καλό παιδί που ήσουνα, µε τα ωραία σου τα µαλλάκια, µε τις µπουκλίτσες σου... λούστηκες;
- Τι λες τώρα; Από το λούσιµο κρυώνει ο άνθρωπος!
- Γεµιστά σου 'βαλα µπόλικα να τρατάρεις και τον καθηγητή σου, εξετάσεις έρχονται!
- Μάνα, σε χάνω!
- Γιατί παιδί µου, τι έχω και µου το κρύβετε;
- Όχι, σε χάνω, λέω, δεν έχω σήµα... Αντε γεια...
- Το κινητό είναι φορτωµένο;
-Και το κινητό είναι φορτωµένο κι εγώ επίσης!
- Φορτωµένο να το 'χεις για την κακιά στιγµή... Της Καλλιόπης η Μαρία...
- Μάνα, σε κλείνω...
- Να σου στείλω το εσωθερµικό το σώβρακο; Και να αλλάζεις κάθε µέρα... Του Προκόπη ο Αντωνάκης ξεράθηκε στο Μετρό κι ήταν µε τρύπιο µποξεράκι, ρεζίλι έγινε η µάνα του!
- Μάνα, έλεος, λυπήσου µε, δεν αντέχω άλλο!
- Άµα δεν σ' τα πω εγώ, ποιος θα σ' τα πει, ο ξένος;
- Κάθε µέρα, κάθε µέρα, κάθε µέρα ΓΙΑΤΙ το κάνεις αυτό; Και κυρίως ΠΩΣ το κάνεις αυτό;
- Αγόρι µου, µάνα είναι µόνο µία!
- Ευτυχώς, µάνα! Ευτυχώς! ∆εν θ' άντεχα και δεύτερη!




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου