Αφορμή για τις εργασίες των μαθητών--τριών στάθηκε το διήγημα του Διαμαντή Αξιώτη "Η Άννα του Κλήδονα" .Το διήγημα μας μεταφέρει στην Καβάλα των μεταπολεμικών χρόνων και στην ατμόσφαιρα της γιορτής του Αι Γιάννη του Κλήδονα στις 24 Ιουνίου. Από το πλήθος των κατοίκων ο συγγραφέας επιλέγει τη νεαρή Άννα,μια ιδιαίτερα ευαίσθητη κοπέλα που στηρίζει όλη τη ζωή της στην αναζήτηση ενός
γαμπρού σύμφωνα με τα δεδομένα της τοπικής κοινωνίας, όπου ζει.
Η Άννα τηρεί πιστά κάθε έθιμο που σχετίζεται με την εύρεση γαμπρού. Αυτή την εμμονή της κοπέλας εκμεταλλεύεται η παρέα των αγοριών της γειτονιάς και της κάνει μια φάρσα, η οποία ,αν και αθώων προθέσων, έχει τραγική κατάληξη(η Άννα τρελαίνεται).
Τι σκέφτεται όμως η ηρωίδα του διηγήματος και κυρίως τι νιώθει;Λίγα στοιχεία μας δίνει ο συγγραφέας και επιστρατεύσαμε τη φαντασία μας για να συνθέσουμε τα υπόλοιπα:
Τρίτη 23 Ιουνίου 1966
Παρασκευή 25 Ιουνίου 1966
Αγαπημένο μου ημερολόγιο
Σάββατο 26 Ιουνίου 1966
Σταματίνα Αλευροφά
Αγαπητό ημερολόγιο
Η ημερομηνία είναι 21 Ιουνίου. Σε λίγες μέρες μόνο είναι η γιορτή τ' Αι-Γιάννη! Λίγες μέρες μονάχα και... Πού ξέρεις; Μπορεί ο Άγιος να κάνει το θαύμα του φέτος. Μπορεί επιτέλους να βγει φως μέσα απο το σκοτεινό ριζικάρι. Πάντως εγώ, για καλό και για κακό, θα βάλω και κάνα κουφέτο κάτω απ' το μαξιλάρι. Θα γράψω και τ' όνομα μου στο γοβάκι της Ελενίτσας που παντρεύεται αύριο. Γιατί κι ο Άγιος, τι να κάνουμε, μπορεί να ξεχάσει.
Πέρσι, πρόπερσι, δεν είδα προκοπή. Κι όμως έκανα τα πάντα! Μέχρι και φανουρόπιτες έφτιαξα, μα τίποτα. Φέτος όμως, το νιώθω πως θα γίνει κάτι διαφορετικό. Το 'πα και στη μητέρα μου, μα δε μου απάντησε. Μόνο πήρε μια έκφραση το πρόσωπό της που δεν μπορούσα να ξέρω άμα ήτανε για καλό. Όπως και να 'χει, εγώ ανυπομονώ γι' αυτό το βράδυ, γι' αυτή τη γιορτή. Άντε, και καλό Αι-Γιάννη.
Η Άννα τηρεί πιστά κάθε έθιμο που σχετίζεται με την εύρεση γαμπρού. Αυτή την εμμονή της κοπέλας εκμεταλλεύεται η παρέα των αγοριών της γειτονιάς και της κάνει μια φάρσα, η οποία ,αν και αθώων προθέσων, έχει τραγική κατάληξη(η Άννα τρελαίνεται).
Τι σκέφτεται όμως η ηρωίδα του διηγήματος και κυρίως τι νιώθει;Λίγα στοιχεία μας δίνει ο συγγραφέας και επιστρατεύσαμε τη φαντασία μας για να συνθέσουμε τα υπόλοιπα:
Τρίτη 23 Ιουνίου 1966
Αγαπημένο μου ημερολόγιο
Σήμερα παντρεύτηκε και η Ιωάννα..
Έμεινα πια η τελευταία ανύπαντρη της γενιάς μου. Χθες το βράδυ άκουσα τον πατέρα
να παραπονιέται στην μητέρα ότι κανείς δεν είναι κατάλληλος για μένα, πώς δεν
είναι κατάσταση αυτή-25 χρονών κοπέλα να μην έχει βρει έναν άντρα.
Στεναχωρήθηκα πολύ. Περίμενα κατανόηση από τους ίδιους μου τους γονείς. Η μαμά
συνήθως με κατηγορούσε όταν ξυπνούσα νευριασμένη με μια ντουζίνα μισολιωμένα
κουφέτα κάτω από το μαξιλάρι μου. Αλλά τι να καταλάβει κι αυτή η καημένη, που
14 χρονών ήταν ντυμένη στ' άσπρα, μ' ένα μπουκέτο μυρωδάτα κρίνα στο χέρι κι
ούτε που ήξερε καλά καλά ποιον παντρευόταν. Θύμωσα μ' αυτές τις σκέψεις κι
έτρεξα στο ψυγείο και μάζεψα όσα αυγά μπορούσα να κουβαλήσω. Έριξα τ' ασπράδια
στο νερό αλλά τζίφος! Σχηματίζονταν συνέχεια άσχετα σχέδια! Στο παράθυρο
στέκονταν κάτι ανόητα παιδιά που γελούσαν.. με κοιτούσαν και γελούσαν.. Γιατί;
Είμαι πολύ κουρασμένη! Έγραψα πολλές φορές τ' όνομά μου στη νυφιάτικη σόλα του γοβακιού της Ιωάννας και μάζεψα όσο περισσότερα κουφέτα μπορούσα. Θα τα βάλω όλα μαζί κάτω απ' το ρημάδι το μαξιλάρι μου μπας και δω προκοπή. Α! Και να μην ξεχάσω! Πάω να μαζέψω την στάχτη από τις φωτιές που τώρα σβήνουνε σιγά - σιγά. Μακάρι, μακάρι ο Άι-Γιάννης να μου αφήσει κάποιο σημάδι!
Είμαι πολύ κουρασμένη! Έγραψα πολλές φορές τ' όνομά μου στη νυφιάτικη σόλα του γοβακιού της Ιωάννας και μάζεψα όσο περισσότερα κουφέτα μπορούσα. Θα τα βάλω όλα μαζί κάτω απ' το ρημάδι το μαξιλάρι μου μπας και δω προκοπή. Α! Και να μην ξεχάσω! Πάω να μαζέψω την στάχτη από τις φωτιές που τώρα σβήνουνε σιγά - σιγά. Μακάρι, μακάρι ο Άι-Γιάννης να μου αφήσει κάποιο σημάδι!
(Φωτογραφίες:Σοφία Καραγιάννη)
Πέμπτη 24 Ιουνίου 1966
Αγαπημένο μου ημερολόγιο
Δεν το πιστεύω!!!! Είναι τόσο με τόσο
χαρούμενη!! Στο μικρό πιατάκι με τη στάχτη μου βρήκα ένα σωρό ψίχουλα και
χοντροκομμένα κομμάτια ψωμιού. Θα γίνω λοιπόν η σύζυγος του καλύτερου ψωμά που
υπάρχει! Είμαι σίγουρη! Εκείνα τα παλιόπαιδα σήμερα γελούσαν περισσότερο, και
πιο δυνατά.. Δεν με νοιάζει! Σήμερα είναι η πιο ευτυχισμένη ημέρα της ζωής μου!
Πρώτη φορά μου δόθηκε ένα σημάδι από τον Άγιο, οπότε είναι σίγουρο ότι θα
παντρευτώ πολύ σύντομα. Ντύθηκα. Έβαλα το καλό μου φόρεμα που μου είχε ράψει η
κυρά-Γεωργία, η μοδίστρα πέρσι. Φόρεσα και ότι χρυσαφικά της μαμάς βρήκα
μπροστά μου και άρον-άρον βγήκα στους δρόμους. Πήρα σβάρνα όλους τους φούρνους
της γειτονιάς κι έπειτα πήγα και σε κοντινές γειτονιές και γύρισα όλη την πόλη
! Τίποτα! Πρέπει να βρω τον ψωμά μου. Μου έδωσε ολοφάνερο σημάδι ο Άγιος! Θα
συνεχίσω αύριο το ψάξιμο.. αρκετά για σήμερα.
Αγαπημένο μου ημερολόγιο
Ξύπνησα νωρίς σήμερα. Δεν κοιμήθηκα
καλά το βράδυ. Στον ύπνο μου μια έβλεπα φρατζόλες, μια έβλεπα καρβέλια μα ο
ψωμά μου πουθενά! Άνοιξε η γη και τον κατάπιε;; Που θα μου πάει, θα τον βρω! Ο
Άγιος ήταν ξεκάθαρος! Ψωμά θα παντρευτώ! Ετοιμάστηκα πάλι, έβαλα τα
καλά μου, έκανα τα μαλλιά μου μια σφιχτή πλεξούδα κι άρχισα να γυρνάω στους
δρόμους πάλι. Φούρνο φούρνο τον καημό μου, τον ψωμά μου που θα βρω. Σήμερα
γύρισα όλους τους φούρνους της Χρυσούπολης μα ψωμά ανύπαντρο δεν βρήκα! Δεν
πειράζει! Αύριο πρωί-πρωί θα φτιάξω μια Φανουρόπιτα του Αγίου κι αυτός θα
το κάνει το θαύμα του- Άγιος είναι!
Σάββατο 26 Ιουνίου 1966
Αγαπημένο μου ημερολόγιο
Σήμερα έφτιαξα μια Φανουρόπιτα μούρλια!
Ετοιμάστηκα πάλι και ξεκίνησα για Ελευθερούπολη! Όλοι οι ψωμάδες κι εκεί φορούσαν
χρυσή βέρα στα δάχτυλα τους! Τι ατυχία είναι αυτή! Ντύνομαι, στολίζομαι
αλλά γαμπρός πουθενά! Δε θα μου ξεφύγει όμως, δεν το βάζω κάτω εγώ! Όλους τους
φούρνους θα γυρίσω μέχρι να βρω τον μοναδικό μου ψωμά. Τον πρίγκιπα μου. Και θα
τον βρω!!! Θα ψάχνω μέχρι να τον ανακαλύψω. Και είναι σίγουρη πως όταν τον δω
θα καταλάβω σίγουρα ότι είναι αυτός!
Δευτέρα 12 Μαΐου 1973
Αχ ημερολογιάκι.. πούν’το πούν’το το δαχτυλίδι,
ψάχνω-ψάχνω για να το βρω! Κάθε φούρνο πια κοιτώ, μήπως εύρω τον γαμπρό...
Σταματίνα Αλευροφά
Αγαπητό ημερολόγιο
Η ημερομηνία είναι 21 Ιουνίου. Σε λίγες μέρες μόνο είναι η γιορτή τ' Αι-Γιάννη! Λίγες μέρες μονάχα και... Πού ξέρεις; Μπορεί ο Άγιος να κάνει το θαύμα του φέτος. Μπορεί επιτέλους να βγει φως μέσα απο το σκοτεινό ριζικάρι. Πάντως εγώ, για καλό και για κακό, θα βάλω και κάνα κουφέτο κάτω απ' το μαξιλάρι. Θα γράψω και τ' όνομα μου στο γοβάκι της Ελενίτσας που παντρεύεται αύριο. Γιατί κι ο Άγιος, τι να κάνουμε, μπορεί να ξεχάσει.
Πέρσι, πρόπερσι, δεν είδα προκοπή. Κι όμως έκανα τα πάντα! Μέχρι και φανουρόπιτες έφτιαξα, μα τίποτα. Φέτος όμως, το νιώθω πως θα γίνει κάτι διαφορετικό. Το 'πα και στη μητέρα μου, μα δε μου απάντησε. Μόνο πήρε μια έκφραση το πρόσωπό της που δεν μπορούσα να ξέρω άμα ήτανε για καλό. Όπως και να 'χει, εγώ ανυπομονώ γι' αυτό το βράδυ, γι' αυτή τη γιορτή. Άντε, και καλό Αι-Γιάννη.
Αμαλία Χαρμαντά
Και ένα άλλο τέλος στο διήγημα δίνει η Γιασεμή Κιοσέογλου που φαίνεται πως δεν ήθελε τρελή και αλλοπαρμένη την ηρωίδα μας.
Κι έτσι η τσογλανοπαρέα, μέσα σε γέλια και συνωμοτικά
σπρωξίματα, ευχαριστημένη για το κατόρθωμα της και της αυριανές συνέπειες
αυτού, διαλύθηκε τη νύχτα εκείνη του Άι Γιαννιού του Κλήδονα, του Ριζικάρη...
Το επόμενο πρωί ξύπνησε αγανακτισμένη και η Αννούλα. Έβγαλε τη νυχτικιά της ξεφυσώντας, δεν την δίπλωσε καν. Τόσο κουρασμένη που ηταν, την έπιασε απλά και την κρέμασε στην πόρτα της κάμαράς της. Στην πλατεία βγήκε με το ζόρι, αχτένιστη και με ένα καφέ στο χέρι, από τον οποίο έπεφταν πού και πού λίγες σταγόνες. Αγνοώντας τα πειράγματα των γειτόνων, σύρθηκε ως το σινί, και αφού άνοιξε τα μισόκλειστα από τον ύπνο μάτια της, έβαλε μια μεγάλη φωνή."Ψωμάς είναι, βρε! ΨΩΜΑΣ!"...
Οι γείτονες, ακούγοντας τα ξεφωνητά, βγήκαν έξω, άφησαν τον καφέ και τις εφημερίδες τους και έτειναν να πλησιάσουν την Άννα. Πριν προλάβουν να φτάσουν, εκείνη είχε ήδη πάρει το σινί στις πλάτες και ήταν έτοιμη να δεχθεί κάθε έπαινο για το σημάδι επιτέλους αυτό. Αφού βεβαιώθηκε πως όλοι το είχαν δει με τα ίδια τους μάτια, μπήκε γρήγορα στο φτωχικό της κι άρχισε να ντύνεται. Μέχρι να το κάνει αυτό, και τι δεν είχε ακουστεί για εκείνη μεταξύ των γειτόνων! Άλλοι δεν την πίστευαν, άλλοι εκπλήσσονταν και άλλοι συνέχιζαν να την κοροϊδεύουν. Μη δίνοντας σημασία στα κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν για εκείνη, η Άννα βγήκε ξανά στην πλατεία βαμμένη, στολισμένη, ντυμένη με τα καλά της και εξοπλισμένη με ένα σωρό κατσαρολικά, από αυτά που φυλούσε στην αποθήκη για μια τέτοια στιγμή, μαζί με τα αγκίστρια και τα υπόλοιπα εργαλεία των διαφόρων επαγγελμάτων.
Μέχρι την Ξάνθη είχε ακούσει ένα σωρό χαρακτηρισμούς τους οποίους της έδωσαν οι ντόπιοι, γελώντας με τις καρδιές τους. Χωρίς να την πτοεί αυτό όμως, συνέχισε να βαδίζει ευθεία, ακολουθώντας τον δρόμο της μοίρας της.
Στη Δράμα πια, άρχισε να κουράζεται και το φορεματάκι που φυλούσε χρόνια τόσα, είχε σκιστεί. Η μπούκλα στο μαλλί της είχε πια χαλάσει, το κόκκινο χρώμα των χειλιών της έπαψε να είναι κόκκινο. Είχε φτάσει σε μια κατάσταση άθλια, όταν ήρθαν και οι συγχωριανοί της να την συμμαζέψουν. Οι αντοχές της είχαν πια τελειώσει, έτσι το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει ήταν να τους ακολουθήσει και να αφήσει πίσω της τα σκουριασμένα πια κατσαρολικά, μαζί με την λίγη ελπίδα που της είχε απομείνει.
Στο χωριό της κυκλοφόρησε η φήμη πως τρελάθηκε, και ακούγοντας το αυτό, κλειδώθηκε στο σπίτι της χρόνους ολόκληρους. Έξω έβγαινε μόνο για να πάρει καθαρό αέρα και να χαζέψει για λίγο τα παιδιά να παίζουν. Τίποτε άλλο.
Μια ημέρα αρρώστησε από τη λύπη και η μητέρα της, βλέποντάς την σε τέτοια κατάσταση. Η Άννα, καλόκαρδη όπως πάντα, βάλθηκε να της πάρει λίγο ψωμί από ένα φούρνο που' χε ανοίξει δυο τετράγωνα πιο κει.. Βγαίνοντας με το πανωφόρι και το ψάθινο καλαθάκι της, αναστέναξε και με βαριά βήματα έφτασε να στέκεται έξω από την πόρτα του καταστήματος. Το καμπανάκι χτύπησε σαν μπήκε μέσα, μα πιο δυνατά απ' όλα, χτύπησε η καρδιά του φούρναρη, που αφότου είδε την Άννα, θυμήθηκε. Θυμήθηκε πώς ήταν ο παλιός καιρός, πόσο μεγάλο λάθος είχε κάνει βάζοντάς τη σε τέτοιους μπελάδες. Θυμήθηκε πόσο τη συμπαθούσε κατά βάθος και πόσο καλό και σοβαρό κορίτσι ήταν...
Ούτε σε εκείνη πήρε πολύ ώρα να τον αναγνωρίσει, και έτσι, την ίδια μέρα του επομένου χρόνου, πρώτη και καλύτερη από όλες εκείνη, να γλεντάει και να ζει τη στιγμή των ονείρων της.
Το επόμενο πρωί ξύπνησε αγανακτισμένη και η Αννούλα. Έβγαλε τη νυχτικιά της ξεφυσώντας, δεν την δίπλωσε καν. Τόσο κουρασμένη που ηταν, την έπιασε απλά και την κρέμασε στην πόρτα της κάμαράς της. Στην πλατεία βγήκε με το ζόρι, αχτένιστη και με ένα καφέ στο χέρι, από τον οποίο έπεφταν πού και πού λίγες σταγόνες. Αγνοώντας τα πειράγματα των γειτόνων, σύρθηκε ως το σινί, και αφού άνοιξε τα μισόκλειστα από τον ύπνο μάτια της, έβαλε μια μεγάλη φωνή."Ψωμάς είναι, βρε! ΨΩΜΑΣ!"...
Οι γείτονες, ακούγοντας τα ξεφωνητά, βγήκαν έξω, άφησαν τον καφέ και τις εφημερίδες τους και έτειναν να πλησιάσουν την Άννα. Πριν προλάβουν να φτάσουν, εκείνη είχε ήδη πάρει το σινί στις πλάτες και ήταν έτοιμη να δεχθεί κάθε έπαινο για το σημάδι επιτέλους αυτό. Αφού βεβαιώθηκε πως όλοι το είχαν δει με τα ίδια τους μάτια, μπήκε γρήγορα στο φτωχικό της κι άρχισε να ντύνεται. Μέχρι να το κάνει αυτό, και τι δεν είχε ακουστεί για εκείνη μεταξύ των γειτόνων! Άλλοι δεν την πίστευαν, άλλοι εκπλήσσονταν και άλλοι συνέχιζαν να την κοροϊδεύουν. Μη δίνοντας σημασία στα κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν για εκείνη, η Άννα βγήκε ξανά στην πλατεία βαμμένη, στολισμένη, ντυμένη με τα καλά της και εξοπλισμένη με ένα σωρό κατσαρολικά, από αυτά που φυλούσε στην αποθήκη για μια τέτοια στιγμή, μαζί με τα αγκίστρια και τα υπόλοιπα εργαλεία των διαφόρων επαγγελμάτων.
Μέχρι την Ξάνθη είχε ακούσει ένα σωρό χαρακτηρισμούς τους οποίους της έδωσαν οι ντόπιοι, γελώντας με τις καρδιές τους. Χωρίς να την πτοεί αυτό όμως, συνέχισε να βαδίζει ευθεία, ακολουθώντας τον δρόμο της μοίρας της.
Στη Δράμα πια, άρχισε να κουράζεται και το φορεματάκι που φυλούσε χρόνια τόσα, είχε σκιστεί. Η μπούκλα στο μαλλί της είχε πια χαλάσει, το κόκκινο χρώμα των χειλιών της έπαψε να είναι κόκκινο. Είχε φτάσει σε μια κατάσταση άθλια, όταν ήρθαν και οι συγχωριανοί της να την συμμαζέψουν. Οι αντοχές της είχαν πια τελειώσει, έτσι το μόνο πράγμα που μπορούσε να κάνει ήταν να τους ακολουθήσει και να αφήσει πίσω της τα σκουριασμένα πια κατσαρολικά, μαζί με την λίγη ελπίδα που της είχε απομείνει.
Στο χωριό της κυκλοφόρησε η φήμη πως τρελάθηκε, και ακούγοντας το αυτό, κλειδώθηκε στο σπίτι της χρόνους ολόκληρους. Έξω έβγαινε μόνο για να πάρει καθαρό αέρα και να χαζέψει για λίγο τα παιδιά να παίζουν. Τίποτε άλλο.
Μια ημέρα αρρώστησε από τη λύπη και η μητέρα της, βλέποντάς την σε τέτοια κατάσταση. Η Άννα, καλόκαρδη όπως πάντα, βάλθηκε να της πάρει λίγο ψωμί από ένα φούρνο που' χε ανοίξει δυο τετράγωνα πιο κει.. Βγαίνοντας με το πανωφόρι και το ψάθινο καλαθάκι της, αναστέναξε και με βαριά βήματα έφτασε να στέκεται έξω από την πόρτα του καταστήματος. Το καμπανάκι χτύπησε σαν μπήκε μέσα, μα πιο δυνατά απ' όλα, χτύπησε η καρδιά του φούρναρη, που αφότου είδε την Άννα, θυμήθηκε. Θυμήθηκε πώς ήταν ο παλιός καιρός, πόσο μεγάλο λάθος είχε κάνει βάζοντάς τη σε τέτοιους μπελάδες. Θυμήθηκε πόσο τη συμπαθούσε κατά βάθος και πόσο καλό και σοβαρό κορίτσι ήταν...
Ούτε σε εκείνη πήρε πολύ ώρα να τον αναγνωρίσει, και έτσι, την ίδια μέρα του επομένου χρόνου, πρώτη και καλύτερη από όλες εκείνη, να γλεντάει και να ζει τη στιγμή των ονείρων της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου