Ης το μέρ
Ένα άλλο τέλος για την ηρωίδα του κειμένου μας φαντάστηκε ο Κωστής Δημακόπουλος (Β1) και μετά από πολλές δυσκολίες και ανατροπές η Άννα βρίσκει την ηρεμία.
Η Άννα είναι ένα παιδί διαφορετικό από τα άλλα. Είναι ασχημούλα, χαζούλα, ονειροπαρμένη, αφελής και ευκολόπιστη. Δεν έχει φίλους και το μόνο πράγμα που ήθελε να κάνει στη ζωή της ήταν να παντρευτεί. Ξεκινώντας από μία μικρή λαχτάρα, το όνειρο της Άννας μετατράπηκε σε ένα ατελείωτο κυνηγητό. Έπαιρνε μέρος σε έθιμα, σε παραδόσεις, αλλά κανένα σημάδι δεν της εμφανιζόταν. Επίσης έπαιρνε πολύ στα σοβαρά ότι οι γυναίκες η μόνη ασχολία που επιτρέπονταν να κάνουν ήταν να παντρευτούν. Πιεσμένη από εμάς και από άλλους συγγενείς γινόταν συνεχώς περίγελος από τα άλλα παιδιά.
«Ο κόσμος της έγινε εύθραυστος» εξήγησε η μαμά της Άννας στον ψυχίατρο.
«Και τι την οδήγησε στο να περιφέρεται από φούρνο σε φούρνο σε τέτοια
κατάσταση εκατό χιλιόμετρα από το σπίτι της;» τη ρώτησε.
« Όλα άρχισαν,
όταν βρήκε ψίχουλα ψωμιού δίπλα από τον Κλήδονα με τη στάχτη, όπως είναι μέρος
του εθίμου που σας εξήγησα πριν»
«Νόμιζε πως ήταν ένα σημάδι του ‘Αι - Γιάννη ,ότι αυτός που θα παντρευτεί θα είναι
φούρναρης. Αμέσως στολίστηκε με ό,τι είχε και δεν είχε και βγήκε στους δρόμους
να βρει τον άντρα της ζωής της» είπε η μάνα και ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της.
«Θα γίνει καλά;» είπε μέσα από τα χείλη της
Ο ψυχίατρος
αναστέναξε και είπε «Αυτό θα το δούμε στην πορεία»
Η Άννα τώρα
κοιμόταν.’Εβλεπε φρικτούς εφιάλτες.’Εβλεπε τον Αι- Γιάννη να την κοιτάζει και να γελάει. Εκείνη
άρχισε να τρέχει με όλη της τη δύναμη στην αντίθετη κατεύθυνση. Ξαφνικά βρέθηκε
στο φούρνο που έγινε το περιστατικό. Είχε μπει μέσα. Το καμπανάκι ακούστηκε
βροντερά. Υπήρχαν δύο φουρνάρηδες. Ο ένας έβαζε τα ψωμιά και ο άλλος
εξυπηρετούσε τους πελάτες στον πάγκο. Πλησίασε τον έναν, του έκλεισε το μάτι
και τον χαιρέτησε χαριτωμένα. Εκείνος άρχισε να γελάει και να σχολιάζει την εμφάνιση της. Ένιωσε οργή.Ένα τρέμουλο την
έπιασε στα χέρια της. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά.Άρχισε να ζαλίζεται.Ένιωθε τόσα συναισθήματα μαζί…
φόβο, θυμό, ντροπή. ‘Ελεγε στον εαυτό της : «Είμαι ανίκανη, δεν θα καταφέρω
τίποτα στη ζωή μου» Χωρίς για το σκεφτεί, τον χτύπησε με δύναμη στο πρόσωπο και
τον έριξε κάτω.
Την επόμενη
στιγμή άρχισε να τρέχει κλαίγοντάς προς την έξοδο. Πριν προλάβει όμως να
ανοίξει την πόρτα, κατέρρευσε και έχασε τις αισθήσεις της. Λίγες στιγμές
αργότερα την βρήκαν οι γονείς της και
την πήγαν στο νοσοκομείο .Έτσι η Άννα
πήγε στο αναρρωτήριο και αποκοιμήθηκε. Τώρα
η Άννα σταμάτησε να βλέπει εφιάλτες και
έπεσε σε βαθύ ύπνο. Λίγες μέρες αργότερα ένιωθε πολύ καλύτερα. Είχε χαλαρώσει, ενώ
οι γονείς της έρχονταν κάθε μέρα για υποστήριξη. Ο ψυχίατρος και οι ψυχολόγοι έκαναν ερωτήσει και να καταλάβουν τι της συμβαίνει ,γιατί δεν είχαν ξαναδεί ποτέ
κάτι τέτοιο στην καριέρα τους. Αφού η
Άννα ηρέμησε κάπως, πήρε αναρρωτική άδεια και βγήκε έξω για λίγες μέρες.
Καθώς βγήκε έξω από το κτίριο, είδε
κάποιον να την περιμένει στο δρόμο. Ήταν
ο Αναστάσης ,ο φιρφιρής. Έτρεξε προς το
μέρος της και την αγκάλιασε. Η Άννα έμεινε παγωμένη. Εκείνος τη ψιθύρισε « σε
αγαπάω» Εκείνη αμέσως τον έσφιξε στην αγκαλιά της. Το μυαλό της ηρέμησε, η ψυχή
της γαλήνεψε. Ο κόσμος της ξαναφτιάχθηκε.
«Πάντα σε αγαπούσα, απλώς φοβόμουν να το παραδεχτώ στα άλλα παιδιά γιατί θα με κορόιδευαν οι μάγκες της παρέας. Με ανάγκασαν να κάνω κάτι πολύ κακό, μία πολύ κακή φάρσα. Στο τέλος τα φόρτωσαν σε μένα. Για αυτό θέλω να σε ρωτήσω κάτι… εσύ με αγαπάς;» « ναι» είπε η Άννα και ξέσπασε σε κλάματα. Ο Αναστάσης την κράτησε στον ώμο του. Οι γονείς της κοιτούσαν συγκινημένοι.
Επιτέλους η Άννα είχε γίνει καλά.ς τη
ς και την αγκάλιασε εάν έμεινε παγωμένη εκείνος στη