Δημιουργική γραφή και πάλι, μόνο που αυτή τη φορά την εμπλουτίσαμε με διαγωνισμό της πιο καλογραμμένης και ευφάνταστης ιστορίας! Οπότε,με χαρά σάς παρουσιάζω αυτές που ψηφίστηκαν από τους μαθητές ως καλύτερες!
............Η καημένη κατάφερε να γυρίσει όλη την Ξάνθη με τα πόδια. Όλοι οι αρτοποιοί ήταν κούκλοι, δεν μπορούσε να καταλάβει όμως ποιος ήταν ο άντρας της ζωής της τελικά. Πώς να το καταλάβει; Αυτά τα γκαντεμοέθιμα δεν της έδωσαν άλλο στοιχείο. Κάθε φορά που προσπαθούσε να προσεγγίσει κάποιον, αυτός σκιαζόταν, την απέρριπτε και έφευγε.
Έκατσε τότε λοιπόν η Άννα σε ένα παγκάκι με το λαχταριστό, σαλονικιώτικο κουλούρι της, που την είχε πλημμυρίσει με σουσάμι μαζί με τα ανακατεμένα μαλλιά της, που της εμπόδιζαν το φως του ήλιου και άρχισε να συλλογίζεται: " Τι λάθος κάνω; Μήπως παραλείπω κάτι;"
Τότε μια φαεινή ιδέα άστραψε στο μπερδεμένο μυαλό της, καθώς είδε την ουρά που σχημάτιζαν οι πελάτες έξω από τον απέναντι φούρνο. "Μήπως τελικά ο άντρας της ζωής της δεν έχει δικό του αρτοποιείο, αλλά ούτε εργάζεται σε ένα;" Μπορεί να είναι ένας τακτικός πελάτης και το ψωμί στο ταψί να έδειχνε το σημείο συνάντησης τους. Ίσως επιτέλους να τελειώσει η γκαντεμιά της και ένας από μηχανής θεός να πλάσει τη μοίρα της.
Πήρε τότε λοιπόν τη μεγάλη απόφαση. Άφησε κάτω το μισοτελειωμένο κουλούρι της, χτένισε τα σγουρά μαλλιά της και άρχισε το κυνήγι. Πρώτα κατευθύνθηκε στο απέναντι αρτοποιείο και αφού πήρε τη σειρά των μπροστινών της ,έβγαλε ένα σημειωματάριο και άρχισε να κάνει ερωτήσεις "από περιέργεια" .Στο επόμενο λεπτό ακούγονταν παντού οι φωνές των διαμαρτυρόμενων πελατών, γιατί η Άννα απασχολούσε τους εργαζομένους, χωρίς την πρόθεση να αγοράσει κάτι. Το αφεντικό τότε αναγκάστηκε να διώξει την Άννα σαν "κλωτσοσκούφι" και την προειδοποίησε να μην ξανά επιστρέψει. Η Άννα όμως δεν το έβαζε κάτω .'Έβαλε όλη της την ενέργεια και πήγε ξανά σε όλα τα αρτοποιεία της Ξάνθης για την αναζήτηση πληροφοριών. Παρόλο το πείσμα της, δε φάνηκε αποτέλεσμα. Κανείς δεν ήθελε να έχει στο μαγαζί του μία άσχημη κυρία να προκαλεί την υπομονή των πελατών του.
Η Άννα τελικά τα παράτησε. Θύμωσε τόσο πολύ που για έξι μήνες δεν έτρωγε ψωμί, πίτα, κέικ κτλ. Χρειάστηκαν πέντε ολόκληρα χρόνια για να επανέλθει το μυαλό της στα ίσια του. Μετά από τον εικοστό πέμπτο χρόνο της ηλικίας της η Άννα είχε πολλά σχέδια για το μέλλον της ,όμως το ένα τής "έκλεισε το μάτι" 'Έπρεπε λέει να φτιάξει μια δική της επιχείρηση, έναν φούρνο για τη νοσταλγία των παλιών καιρών. Σύντομα " οι λιχουδιές της κυρα Άννας" έγιναν γνωστές σε όλες τις γύρω περιοχές. Μέσα σε τρία χρόνια είχε άλλα δύο αρτοποιεία, που την έκαναν "σωστό παράδειγμα" ανθρώπου που δεν εγκαταλείπει τα όνειρά του.
Μόλις η πρωταγωνίστριά μας μπήκε στην τρίτη ηλικία, κάτι εξωπραγματικό συνέβη. Όπως αυτή έκανε την πρωινή της δουλειά, εμφανίστηκε ένας καινούργιος πελάτης. ΄Ήταν ένας άντρας δύο χρόνια νεότερος από την Άννα που ήθελε να δοκιμάσει το τραγανό και αφράτο ψωμί για το οποίο εκείνη φημιζόταν. Με το που τον κοίταξε η Άννα ερωτεύτηκε! Ήταν ο άντρας που περίμενε σε όλη της τη ζωή. Του έδωσε δωρεάν το ψωμί και τον κέρασε όλες τις λιχουδιές του μαγαζιού μαζί με έναν καυτό ελληνικό καφέ. Ο άντρας αυτός γοητεύτηκε από την καλοσύνη της κυρα Άννας και από τότε και στο εξής πήγαινε συνέχεια να τη χαιρετήσει.
Τον επόμενο χρόνο όταν η Άννα έφτασε τα εξήντα ένα χρόνια της, παντρεύτηκε με τον κυρ Γιάννη και έγιναν ένα αξιολάτρευτο ζευγάρι. Ήταν η οικογένεια που πάντα ονειρευόταν.
(Αυτές τελικά οι λαϊκές δοξασίες και παραδόσεις δεν κάνουν ποτέ λάθος.Απλά πρέπει εσύ να περιμένεις να σου δοθεί η ευκαιρία!)
Κίμων Γιάκας (Β1)
Πέρασαν μήνες που η Άννα συνέχιζε ντυμένη με τα καλά της να πηγαίνει κάθε μέρα από φούρνο σε φούρνο. Ώσπου ένα πρωί, καθώς δεν άντεχα άλλο πια να βλέπω την ίδια και τους γονείς της να υποφέρουν, πήρα μια απόφαση. Πρώτα συζήτησα την κατάσταση με τα παιδιά της παρέας. Τους ζήτησα να βρούμε μια λύση γρήγορα γιατί η Άννα στο τέλος θα τρελαθεί και το φταίξιμο θα ήταν μόνο δικό μας. Τότε ο μεγαλύτερος της παρέας και ο πιο λογικός, ο Αναστάσης, σκέφτηκε να της προξενέψει έναν πρώτο του ξάδερφο που ζούσε στην Αμερική. Μάλιστα, σε λίγες μέρες θα επισκεπτόταν την Ελλάδα για τον γάμο της αδερφής του Αναστάση. Το επόμενο κιόλας Σάββατο στον γάμο, ο Αναστάσης γνώρισε στην Άννα τον ξάδεργό του, Γιώργο. Η γνωριμία πήγε απρόσμενα καλά και σύντομα η Άννα ακολούθησε τον Γιώργο στην Αμερική, αν και δεν είχε προλάβει να τον γνωρίσει καλά. Στην πραγματικότητα αν και η Άννα αρχικά δίστασε να πάρει αυτή την απόφαση, θεώρησε όμως καλό σημάδι το γεγονός ότι ο πατέρας του Γιώργου ήταν φούρναρης. Το τελευταίο βράδυ πριν την αναχώρησή τους, ο Αναστάστης δεν μπορούσε να το κρατήσει άλλο μυστικό. Με κομμένη την φωνή αποκάλυψε την φάρσα μας στην Άννα ζητώντας της να μην φύγει. Όμως η Άννα δεν άκουσε κανέναν και αναχώρησε.
Δεν πέρασαν πολλοί μήνες και ένα απόγευμα επέστρεψε γιατί δεν μπορούσε να αντέξει την ζωή στην Αμερική. Αν και δεν παντρεύτηκε τον Γιώργο, ήταν πλέον πιο ήρεμη και ισορροπημένη. Από την πρώτη στιγμή ο Αναστάσης στάθηκε δίπλα της νιώθοντας τύψεις για την κακή τύχη της. Γρήγορα η φιλία τους εξελίχθηκε σε αληθινή αγάπη και ζήσανε μια ευτυχισμένη ζωή.
Εριφύλη Διαμάντη (Β1)
Η
Άννα αφού δεν είδε τίποτα τελικά μέσα στο ταψί που είχε αφήσει στα
κεραμίδια, προβληματίστηκε και αποφάσισε να πάρει τη ζωή στα χέρια της, γιατί
δεν άντεχε άλλο την πίεση. Αντί να περιμένει τη τύχη να της φέρει τον μελλοντικό
γαμπρό, όπως της είχαν μάθει, αποφάσισε να ακολουθήσει τη δική της καρδιά.
Άφησε πίσω της τα πάντα και έφυγε για την πόλη αναζητώντας μια καλύτερη ζωή.
Εκεί βρήκε δουλειά και μορφώθηκε ανακαλύπτοντας την πραγματική ευτυχία
ανεξάρτητα με τις προλήψεις.
Αγγελική Αναστασοπούλου (Β1)
( Η «κοπέλα που διαβάζει» στο Μεταξουργείο, δημιούργημα του καλλιτέχνη SimpleG,αποτελεί έναν ύμνο στα βιβλία και στην αξία της μόρφωσης.)